Αλλου… γυαλού Πρωτοχρονιά I El Comandante

Ρεβεγιόν Πρωτοχρονιάς.

Ζαλισμένοι, ιδρωμένοι, «πατημένοι»…

Μία ακόμα βραδυά διασκέδασης έχει λάβει τέλος, στην κωλότρυπα του πλανήτη…
Το χάραμα μας βρίσκει να γυρίζουμε από μία μπουζουκοκατάνυξη.
Σταματάμε να σαβουρώσουμε κάτι στα γρήγορα στου θρυλικού «Χαμπίμπι», πρίν συνεχίσουμε για τα σπίτια μας.
Ξεροψημένο μπέικον, αβγά, λουκάνικα, αχνιστός καφές, μπας και έρθουμε στα ίσια μας… Ίσως μετά χτυπήσουμε και δύο βάφλες με κρέμα και βατόμουρα…
Ένας αραπάκος, ντυμένος σαν παλιάτσος σηκώνεται και ταΐζει με κέρματα το juke box.

Μετά από μιά νύχτα στο τοπικό «ελληνάδικο» και να σου βάζει ο άλλος «μαύρικα»… Ξενέρα…

«Ρε’συ δες αν ο “Τζούλης” (σημ.: το juke box) έχει τίποτα Χιώτη, μην τον εξαερώσω αυτόν τον μάδα-φάκα…» μου κάνει ο κολλητός μου.
Τον κοιτάζω με νόημα, να μην αποτολμήσει καμιά μαλακία.
«Τί κοιτάς έτσι ρε; Τσάμπα του τα σκάμε του οβραίου;» (σημ.: ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού…).

«Λιβανέζος…» τον διορθώνω, μπας και του αλλάξω συζήτηση.

«Οβραίοι όλοι δαύτοι ρε… Πάω στο μασίνι, να του ρίξω παραγγελιά…»

Τον πιάνω απ’ τη ζώνη και τον κατεβάζω στον καναπέ. Μυρίζομαι τσαμπουκά… Κι όχι τίποτε άλλο, αλλά είμαστε και σε χωράφια μαύρων…

Με μιά ματιά που δεν σήκωνε αντιρρήσεις του κάνω:

«Ρούφα τ’ αυγό σου, να φεύγουμε…»

Μάταιο πήγε τ’ αγριεμένο βλέμμα…

Μισο-σηκώνεται και φωνάζει πρός τη μεριά του juke box:

«Φεγγάρι μάγια μου’ κανες! Αν δεν το ’χεις μωρή λατέρνα, θέλω Χιώτη! Ελάλησα…»

Λύνομαι στα γέλια, όμως μέσα μου κλαίω.

 

Κλαίω αυτούς τους δύσμοιρους που δεν ξέρουν τί θα πει «Χιώτης»… Κλαίω εμάς που ξέρουμε, αλλά είμαστε τόσο μακριά απ’ τον τόπο μας… «Κλαίω για την ώρα του γυρισμού» που φαντάζει τόσο μακριά μέσα στο καταχείμωνο, που εδώ στην Αυστραλία, έχουμε καλοκαίρι τέτοια εποχή…

Του το ξεκόβω: «Χιώτη μόνο στα δικά μας μαγαζιά! Τέλος!»

Δεν πείθεται:

«Σήκω! Φεύγουμε… Γιατί αν δεν φύγουμε θα φύγει το μασίνι από τη τζαμαρία…»

Αφήνουμε τα πιάτα στη μέση (δεν έχει βάφλες τελικά…).

Μπαίνουμε στ’ αμάξι.

«Κατέβασε ρε σύντροφε την κουκούλα…»

Του κάνω το κέφι. Έχει άλλωστε μιά γλυκειά ατμόσφαιρα.

«Έτσι γειά σου… Να μας φυσάει το θαλασσινό αεράκι, να νιώθουμε πως είμαστε Ελλάδα…»

Δίκιο έχει.

«Θα σου βάλω Χιώτη…» του κάνω, μπας και ηρεμήσει.

Με ένα νεύμα του χεριού, μου το απαγορεύει.

«Μην βάλεις τίποτα! Άσε να ακούμε μόνο το κύμα…».

“Καλή ιδέα” σκέφτομαι. Χαλαρώνουμε. Πηγαίνουμε αργά. Θέλουμε να απολαύσουμε την αύρα που έρχεται από το bay… Έτσι όπως χτυπάει τα πρόσωπά μας, αλλού πηγαίνουμε εμείς, αλλού μας πάει αυτή… Και κάπως έτσι συνεχίζουμε τον δρόμο μας, υπνωτισμένοι απ’ το χάδι της ακρογυαλιάς, αμίλητοι, νοσταλγικοί…

Ξάφνου σταματάει δίπλα μας, ένα κόκκινο IROC-Z με κατεβασμένα τα T-tops κι ο αέρας πλημμύριζει από του «Χαρταετούς» του Μίκη Θεοδωράκη, που απ’ τα μεγάφωνά στη διαπασόν, θαρρείς πως τους βλέπεις να ξεπετάγονται πρός τα σύννεφα.

 

Κι έτσι καθώς περιμέναμε και οι δύο σταματημένοι, το φανάρι για ν’ ανάψει, είδα την Hickson Road, να γεμίζει ξαφνικά με ελληνικό καταγάλανο ουρανό… 

Είδα λευκά σπίτια να αναδύονται πίσω από τις αετοράχες των νησιών, ταβερνάκια με ψάθινες στέγες, να ξεπροβάλουν πίσω απ’ το γλαύκο της αρμύρας…

Είδα τις μικρές γραφικές παραλίες μας κρυμένες μέσα σε κολπίσκους, σκαλοπάτια φρεσκο-ασβεστωμένα και το γιασεμί με την βουκαμβίλια να αγκαλιάζονται, καθώς τα κλαδιά τους σχηματίζουν τόξα στους κήπους των σπιτιών μας…

Λύγισε η ψυχή μου, σαν θυμήθηκα το θρόισμα του πεύκου και το λαμπύρισμα του ήλιου πάνω στα ασημοπράσινα φύλλα των ελαιόδεντρων.

Είδα τις αυλές μας κάτω απ’ τον ίσκιο της κληματαριάς και τα ξωκλήσια μας στις κορφές των βουνών μας (“Άι Λιά” τα λέμε, όλα ανεξαιρέτως…) κι ένιωσα τον κόμπο στο λαιμό, να γίνεται ένα με το δάκρυ της μάνας…

Ρίγος ανάκατο με τον καημό του μισεμού… Ανατριχίλα…

Νιώθω να πνίγομαι… Δεν αντέχω:

«ΠΟΥΤΑΝΑ ΞΕΝΙΤΙΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!» ουρλιάζω καθώς έχω κολλήσει και τα δύο μου χέρια με μανία απάνω στην κόρνα.

Ένα καλλιπάρειο κοράσιο από το διπλανό Camaro, γουρλώνει τα μάτια γεμάτη έκπληξη:

«Έλληνες κι εσείς, ρε παιδιά;»

Ανοίγω το στόμα μου να απαντήσω.

Ο κολλητός μου όμως από πίσω με προλαβαίνει, παραφράζοντας τον… Λογοθετίδη:

«Όχι Βογιάροι! Τάταροι πες καλύτερα… Και ξέρεις πώς φιλάνε οι Τάταροι Πότη μου…».

Δύο αυτοκίνητα στο μέσον της Hickson Road του Sidney, τραντάζονται από τα γέλια.
Μόλις και μετά βίας που καταφέρνω να ευχηθώ:

«Καλά Χρονιά, κοπελιά…»

«Καλά Χρονιά, ρε πατρίδα… Και του χρόνου σπίτια μας!»

Δυό αυτόκινητα, δυό παρέες, μιά Ελλάδα-γέλιο, που αντηχεί στα ξένα.

Είμαστε όλοι ΑΛΛΟΥ ΓΥΑΛΟΥ! (βάλτε τον τόνο στο «αλλου» όπου σας βολεύει καλύτερα…).

El Comandante

Διαβάστε Περισσότερα