Άνοιξε φτερά για πάντα η αγαπημένη “Φτερού” των Αθηναίων | El Comandante
Έφυγε μία μορφή των περασμένων δεκαετιών, που με τη χαρακτηριστική φωνή του, τα αστεία του, τα έξυπνα πειράγματά του και την μονίμως εύθυμη διάθεσή του, “γέμιζε” τους δρόμους των Αθηνών. Η γνωστή σε όλους τους παλιούς, «Φτερού» έφυγε χτες σε ηλικία 84 ετών. Ένας απλός και τίμιος βιοπαλαιστής, που όργωνε επί δεκαετίες τους δρόμους του Κέντρου και που κατάφερνε με έναν μοναδικό τρόπο, να κάνει τη δουλειά του να μοιάζει με παράσταση και μάλιστα για… γερά στομάχια, σε μία συντηρητική Αθήνα, καθώς ξεκίνησε την πορεία του, την δεκαετία του ’60.
Ο Ανδρέας Νομικός (όπως ήταν το πραγματικό του όνομα) είχε πετύχει να γίνει μία από τις πλέον cult μορφές της πρωτεύουσας, διαλαλώντας την πραμάτεια του με εκείνη την τσιριχτή συρτή φωνή “Φτεράααα. Καλέ φτερά και πούπουλαααααα” και είχε -μάλλον όχι άθελά του- καταφέρει να μετατρέψει την δουλειά του σε ένα μοναδικό street comedy, πολύ πρίν καν εφευρεθεί ο όρος…
Όταν πια η Αθήνα γέμισε με παρκαρισμένα αυτοκίνητα, σπάνια ανέβαινε στα πεζοδρόμια. Αρεσκόταν να περπατάει στον δρόμο, συχνά κόντρα στο ρεύμα, πότε με τα γνωστά του sea through και πότε με το γιλέκο κατάσαρκα. Είτε επειδή ήταν άνετος, είτε επειδή το bullying των άλλων, ήταν… βούτυρο στο ψωμί του αυτοσαρκασμού του, αυτός μονίμως χαμογελαστός και με την διάθεση για πλάκα πάντοτε παρούσα, δεν άφηνε να πέσει κάτω, ούτε… πούπουλο, όταν τον πείραζε κάποιος. Χρησιμοποιώντας το πηγαίο χιούμορ του, τους επέστρεφε τα πειράγματα, πότε με ένα αστείο, πότε με ένα έξυπνα στοχευμένο σχόλιο, πότε με μία πικάντικη φράση… Είχε τον δικό του ξεχωριστό τρόπο να τους βάζει στη θέση τους, χωρίς όμως να γίνεται χυδαίος.
Αξέχαστη θα μείνει σε όσους την έζησαν μία από τις πάμπολες… επικές σκηνές, που έκαναν την Αθήνα πιο… δροσερή, πιο οικεία, πιο ανθρώπινη εκείνες τις εποχές και που θαρρείς πως ήταν βγαλμένη από σενάριο κομωδίας ή ότι κάπου εκεί παραμόνευε κάποια κρυφή κάμερα: τέλη δεκαετίας του ’80, σε κάποια στάση της οδού Σταδίου, μέσα από ένα πλήθος… λαού που περίμενε, κάποιος που προφανώς δεν πρόλαβε το λεωφορείο, αναφωνεί:
“Όχι ρε πούστη μου…“.
Δεν ήθελε και πολύ να αρπάξει την ευκαιρία η “Φτερού”, που έτυχε να περνάει από εκεί και με εκείνη τη χαρακτηριστική, θηλυπρεπή, όλο σκέρτσο φωνή, να απαντήσει:
“Με φώναξε κανείς;“.
(Η στάση αυτή δεν υπάρχει, όμως ο ακόμα γελάνε όσοι ήταν εκεί…)
Ο δε απλός κοσμάκης, ποτέ δεν ενοχλήθηκε, από ό,τι -πραγματικά ή μη- πρέσβευε ο Ανδρέας, προκειμένου να πλασάρει το εμπόρευμά του. Το αντίθετο… τον αποδεχόταν! Ήταν ένας άθλος για εκείνα τα χρόνια, αυτό που είχε πετύχει και δη σε εποχές που η «διαφορετικότητα», μπορεί να μην ήταν λόγος για να σε περνάνε… «γεννεές 14», αλλά σίγουρα, δεν αντιμετωπιζόταν όπως σήμερα, χωρίς προκαταλήψεις και ταμπού.
Ένας ολόκληρος αστικός μύθος δημιουργήθηκε γύρω από τον ίδιο και πλάστηκε από όλους αυτούς που τον θεωρούσαν ομοφυλόφιλο, ενώ λίγοι γνώριζαν ότι επρόκειτο για έναν αγνό οικογενειάρχη, που με πολύ αγώνα και κόπο κατάφερε να μεγαλώσει τρία παιδιά… Και ίσως ακόμα λιγότεροι ξέρουν ότι ήταν μόλις 12 χρονών παιδί, όταν ξεκίνησε την δουλειά του πλανώδιου. Το γεγονός δε, ότι πούλαγε φτερά ξεσκονίσματος, στην προσπάθειά του να εξασφαλίσει στην οικογένειά του ένα έξτρα εισόδημα, πέραν από την κανονική δουλειά που είχε, (και την συνέχισε μέχρι που πέθανε…) είναι από μόνο του ένα μικρό κατόρθωμα. Εφτά δεκαετίες να γεμίζει με την πληθωρική του παρουσία το Κέντρο της πρωτεύουσας, δεν είναι λίγο…
Όμως κι άν ακόμα πιστέψουμε εκείνους που τον θέλανε να είναι από τους… “άλλους” (κατά την τότε συνήθη έκφραση), σκεφτείτε λίγο:
Δεν βρέθηκε ποτέ στα ψηλά, χωρίς να έχει κάνει το παραμικρό (με όποιους κι άν φωτογραφίζει αυτό το σχόλιο…).
Ούτε ανήγαγε την “ιδιαιτερότητά” του, σε μία υπόθεση που έπρεπε να μπει στα σπίτια όλων μας…
Ούτε προσπάθησε να πείσει ή να επιβάλει το… ορθόν της φύσης του.
Γιατί σεβόταν τον διπλανό του και ο διπλανός του, του ανταπέδιδε πάντα αυτόν τον σεβασμό.
Σε μιά πόλη, που όλο και περισσότερο χάνει το στίγμα της με το πέρασμα του χρόνου, κάθε “αναχώρηση” μιας εμβληματικής μορφής της, έρχεται να την κάνει ακόμα πιο άχρωμη, πιο φτωχή και πιο απρόσωπη… Θέλω να πιστεύω όμως, ότι εκεί ψηλά, την πύλη του Παραδείσου, την άνοιξε στη “Φτερού”, ο Γιάννης ο “Τροχονόμος”… Και ότι κάπου εκεί πιο πίσω, ο ψαγμένος “Μητσάρας”, τον υποδέχτηκε με το πονηρό εκείνο χαμόγελό του, ενώ λίγο παραμέσα, ακούγονταν οι στίχοι “…αφήσες πίσω τις αγορές και τα παζάρια… τον σαματά και τους ανθρώπους“, καθώς ο Νικόλας Άσιμος τον καλωσόριζε, παίζοντας το “Ρε μπαγάσα“…
Κάπως έτσι ο Ανδρέας που με το χιούμορ του και την αυθεντικότητά του μας… έδωσε φτερά, πρέπει κι αυτός να άνοιξε τα “φτερά” του (για τελευταία φορά) για εκείνα τα παλάτια που δεν τα φτάνει η σκόνη και για εκείνους τους ουρανούς, τους γεμάτους από σύννεφα που θυμίζουν… πούπουλα.
El Comandante