«Ήταν ένα μικρό καράβι…» Ι El Comandante

Το κείμενο που ακολουθεί, δεν διεκδικεί μήτε δάφνες, μήτε επαίνους. Δεν έχει να δώσει κάποιο ειδικό βάρος στα γεγονότα, ούτε να κάνει… “αποκαλύψεις”. Το πρέπον θα ήταν αυτές, να τις είχαν κάνει οι πρωτεργάτες εκείνων των ημερών όταν έπρπε… Η συγκεκριμένη καταγραφή, είναι απλά μία ακόμα συνεισφορά, στα τόσα και τόσα που έχουν γραφεί και που αξίζει να τα διαιωνίζουμε. Είναι ίσως ο μόνος τρόπος, όχι μόνο να συντηρούμε την μνήμη αυτών που με την θυσία τους, τίμησαν τα κόκκαλα των προγόνων τους, αλλά και να τους δείχνουμε πως η θυσία τους δεν έχει ξεχαστεί. Τις γραμμές αυτές τις καταθέτω με την ελπίδα να κρατηθεί ψηλά η σημαία, που δεκαετίες μετά τα γεγόνότα, η μνήμη του απλού λαού αποδεικνύει περίτρανα πως όσο κι αν προσπάθησαν κάποιοι, δεν μπόρεσαν να την υποστείλουν μέσα του.

Ήταν ένα μικρό καράβι… Και σε αυτό το… μικρό καράβι, έτυχε να βρεθώ με απόσπαση εκείνες τις χειμωνιάτικες μέρες που μύριζαν… κρίση (εθνική και μετέπειτα συνειδήσεων…). Ήταν το μοναδικό… μεγάλο -και καλά- πλοίο που βρισκόταν κοντά στην περιοχή εκείνες τις ώρες που ξέσπασε ο ‘”τσαμπουκάς”. Απλά έτυχε…
Επιστρέφαμε από μεταφορά στην Κύπρο, για λογαριασμό της ΕΛ.ΔΥ.Κ. κι έκατσε σε εμάς η μπίλια, να είμαστε πιό κοντά από οποιοδήποτε άλλο πλοίο του Στόλου στην περιοχή.
Φύγαμε για την μαρτυρική Μεγαλόνησο και το σπίτι μου είχα να το δω κοντά δυόμησι μήνες: βλέπετε… είχα περάσει την αλλαγή του χρόνου “ένδον”. Το νέο έτος το καλωσορίσαμε όλο το πλήρωμα, με μεταφορά αρμάτων. Επιστρέφουμε και στο καπάκι με ζητάνε με απόσπαση για Κύπρο (και να έχεις και το Αιγαίο στα ντουζένια του…).
Ήταν το τρίτο ταξίδι μου στη σειρά χωρίς σταματημό και όπως ήταν λογικό, δεν έβλεπα την ώρα να γυρίσω σπίτι…
Τέλος πάντων, με τα πολλά φτάσαμε στο νησί, ξεφορτώσαμε, μείναμε και δυό μέρες κάτω και φροντίσαμε να το ρίξουμε λίγο έξω, (δεν θα κρυφτώ…) και έπειτα «γραμμή» για Ναύσταθμο. Με το που αφήσαμε την Κύπρο ο καιρός είχε τα…κέφια του. Καβατζώνουμε την Κάσο και να έχει μια κακοκαιρία… να “χορεύουν κι οι πεθαμένοι”. Είμασταν που είμασταν πτώματα απ’ την κούραση και να σου έχει κι ένα καιρό δαιμονισμένο… Ένας αέρας που ούρλιαζε, σαν υστερική πεθερά που την πέτυχες στην περίοδό της… Μια θάλασσα να μας κοπανάει αλύπητα. Τεσσερισήμυσι χιλλιάδες τόνοι χάλυβα, να χοροπηδάνε στα κύματα και μαζί τους κι εμείς. Είναι από τις στιγμές που καταλαβαίνεις πως το Αιγαίο, ποτέ δεν μπορείς να το ξέρεις, όσο καλά νομίζεις πως το ξέρεις.
Και κουφάλα και απρόβλεπτη” όπως σωστά το έθεσε τότε κι ο Θ. “Δύστροπος ίππος…” του απαντώ.
Δύσκολη γκόμενα” επανέρχεται ο Θ.
Κι έχει και… τα ‘ρούχα’ της” προσθέτω.
Ίσως μας το φύλαγε επειδή… ‘καλοπεράσαμε’ κάτω“, μου κάνει.

Και κάπως έτσι βάλθηκε να κυλάει η βραδυνή βάρδια την οποία την μοιραζόμασταν με τον Θ. στη γέφυρα, κάθε νύχτα από την αρχή του ταξιδιού. Δεν είχα ξανακάνει μαζί του. Δεν είμασταν φίλοι. Το Αγαίο μας έκανε. Ο καιρός, το Αιγαίο και η… ανασκόπηση για τις «γουρουνιές» μας στη Μεγαλόνησο, όλα διακόπτoνται απότομα μέσα σε μιά στιγμή, καθώς το ένα σήμα αρχίζει να σκάει πίσω απ’ τ’ άλλο. Ο ασύρματος παίρνει φωτιά. Από το αρχηγείο να ζητάνε στίγματα, Ε.Τ.Α. πορείες, στοιχεία πλού. Αρχίζω να σκέφτομαι πως μας προορίζουν για νέα μεταφορά και ότι θα το πάρω επ’ ώμου κι αυτό το… “μπαλάκι” και θα πάω σπίτι μου… καλό Πάσχα.

Βάζουμε μιά τάξη δίνουμε στη Ναυτική Διοίκηση Αιγαίου, τα στοιχεία που μας ζητάνε.
Δεν προλαβαίνουμε να πάρουμε μια τζούρα και σκάει η ερώτηση “ποιά η απόστασή σας από τα Ίμια;“.
Εντάξει μετά από κάμποσο ψάξιμο τα βρήκαμε στον χάρτη.
Κι εκεί καταλάβαμε ότι η ερώτηση δεν είχε τίποτα το… normal.
Μύριζε ανεξήγητα απαίσια…
Μύριζε… πρόβλημα.
Φωνάζουμε τον Κυβερνήτη. Ψάχνει στον χάρτη. Ρίχνει μετρήσεις. Να ’σου, σκάει κι άλλο σήμα. Το διαβάζει κι η έκφραση στο πρόσωπό του αρχίζει να ανταγωνίζεται το σκοτάδι της γέφυρας. Σκοτεινιασμένος ο ουρανός από πάνω μας.

Kατράμι το Αιγαίο ολόγυρά μας.

Όμως το δικό του το βλέμα εκείνες τις στιγμές, ήταν όλοι οι καιροί μαζί…
Κύριοι, έχουμε τσαμπουκά!” βρυχάται, καθώς διατάζει αλλαγή πορείας. Από εκείνη την ώρα, δεν άφησε την γέφυρα ξανά. Επάνω ξαγρυπνούσε, επάνω το γεύμα του, επάνω τον καφέ του, επάνω τα πάντα. Ότι χρειαζόταν, έστελνε τον ναύτη στην καμπίνα να του το φέρει. Στην ξηρά το λένε “επαγγελματισμός”. Στην δική μας γλώσσα (την τόσο… πεζή για τους στεριανούς) το λένε “αίσθηση καθήκοντος”.

Στα μισά του δρόμου, αλλάζουν γνώμη στο Γ.Ε.Ν.
Παίρνουμε διαταγή για άμεση επιστροφή στον Ναύσταθμο, με εντολή για επανάπλου σε προκαθορισμένο σημείο προς επαναφόρτωση “πολεμικού υλικού”.
Το βαπόρι τρέμει σύγκορμο καθώς 10.000 άλογα ξεχύνονται στις 2 Wartsila που πλέον καλπάζουν με 900 στροφές το λεπτό. Ταξιδεύουμε μ’ “όλο τον δρόμο”, πράγμα απαγορευτικό όταν έχεις κακοκαιρία απέναντί σου. Το πλοίο που τα δίνει όλα, καπνίζει σαν… “αράπης”. Φτάνουμε εσπευσμένα στον ναύσταθμο. Κυριαρχεί ένας οργασμός που όμοιό του, δεν έχω ξαναδεί στον έναν χρόνο της στρατιωτικής θητείας μου.

Τα μαζεύω και βάζω πλώρη για το πλοίο που υπηρετούσα.
Χαιρετώ τον Θ. Μου σφίγγει και τα δύο τα χέρια δυνατά και μου κλείνει το μάτι:

Θα τα πούμε όταν γυρίσουμε. Να προσέχεις εκεί έξω…“.

Καθώς έπαιρνα τον δρόμο της επιστροφής για το βαπόρι μου, σκέφτηκα ότι ήταν ένας πραγματικά περίεργος αποχαιρετισμός.
Από αυτούς που τους δίνεις μιά και καλή… Ωστόσο, η μοίρα είχε επιλέξει να μην τα… “πούμε εκεί έξω” (αρχικά τουλάχιστον…). Το δικό μου το πλοίο, θα ήταν ένα από τα ελάχιστα που λόγω της κατάστασής του, δεν θα έπαιρνε μέρος στον “τσαμπουκά”, όπως έμαθα προς μεγάλη μου απογοήτευση. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Μου ήταν αδύνατο να το συλλάβω. Όλα τα πλοία του Π.Ν. όλα τα παλιοσείρια μου εκεί έξω κι εγώ στον τάκο.

Ένας-ένας όλοι οι Αξιωματικοί του βαποριού μας, άρχισαν να φεύγουν για άλλα σκάφη. Θα συμπλήρωναν τα κενά, παίρνοντας την θέση εκείνων που ακόμη δεν είχαν προλάβει να παρουσιαστούν στις μονάδες τους. Δεν μπορούσα να το χωνέψω ότι θα έμενα πίσω “να τους κουνάω το μαντήλι”…
Δεν ήμουνα κανένας ήρωας, όμως για κάποιο λόγο, κάναμε όλοι τη θητεία μας. Από τη στιγμή που η κλήση της πατρίδας, είχε «κάτσει στη βάρδια μας», δεν άντεχα στη σκέψη του να μην συμμετέχω.
Πήγα και βρήκα τον Κυβερνήτη μου. Toυ ζήτησα να με στείλει όπου έκρινε ότι θα μπορούσα να βοηθήσω. Αρκεί να έφευγα, με τον υπόλοιπο Στόλο. Η απάντηση που μου έδωσε, με έκανε να καταλάβω για πολλοστή φορά, ότι δεν ήταν καθόλου τυχαίο που δεν είχε καταφέρει να κερδίσει τον σεβασμό κανενός μας μέσα στο πλοίο μας. Ήταν μιά απάντηση άνανδρη, που με το που την ξεστόμισε, με έκανε να ρίξω το βλέμα στο πάτωμα από την ντροπή που ένιωσα κι αυτόματα επιβεβαιώσε με τον πιό μικρό τρόπο, το πόσο λίγος ήταν ως Κυβερνήτης και ως Έλληνας. Επρόκειτο -ευτυχώς- για μια θλιβερή εξαίρεση μέσα σε ένα ώριμο, ανιδιοτελές και θαραλλέο πλήρωμα.

Δεν το έβαλα κάτω. Δεν ήμουν ούτε κανένας “G.I. Joe” ούτε κανένας Rambo, αλλά εκείνες τις μέρες είμασταν εκεί όλοι μας, για είχαμε πάει να υπηρετήσουμε αυτήν την έρημη πατρίδα. Ό,τι κι αν συνεπάγεται κι ό,τι κι αν κλείνει μέσα της η έννοια αυτή, για τον καθένα μας, οφείλαμε να απαντήσουμε στο κάλεσμά της.
Kαι είναι ένα κάλεσμα περίεργο.
Δεν το μετράς.
Δεν το ζυγίζεις.
Απλά υπακούς σ’ αυτό, όπως έκαναν δεκάδες γεννιές πριν από σένα. Δεν είναι “σειρήνα”, είναι συναγερμός φιλότιμου…
Είναι ένα κάλεσμα που μιλά μέσα σου, χωρίς να σε υποχρεώνει. Αγγίζει με τον πιό λεπτό τρόπο, αυτήν την ευαίσθητη χορδή, που σε κάνει να βλέπεις όλους αυτούς που υπήρξαν πριν από σένα, να σε καλούν να πάρεις θέση δίπλα τους.
Είναι ένα κάλεσμα που σε μεταμορφώνει ολοκληρωτικά και που το υπακούς τυφλά, όταν η πίστη σου στα ιδανικά είναι ένα με την φύτρα σου, γνωρίζοντας αυτομάτως, τί αυτό συνεπάγεται, αλλά και τί αντιπροσωπεύει.
Είναι η φωνή εκείνη μέσα στις εσχατιές της ψυχής σου, που σε συνδέει με το παρελθόν σου και σου φωνάζει δυνατά, πως πλέον παύεις να είσαι ο Γιάννης, ο Νίκος, ο Κώστας, ο Γιώργος, ο τάδε, ο δείνα. Παύεις να είσαι κληρωτός ή στρατεύσιμος, o ναύτης ή ο βαθμοφόρος, ο “παλιός” ή ο “νέος”. Είσαι μόνο Έλληνας!

 

Bγήκα να πάρω λίγο αέρα. Το κινητό άρχισε ξανά να κτυπάει σαν τρελό. Αυτήν τη φορά αποφασίζω να απαντήσω. Στην αντίπερα όχθη της γραμμής η πιό οικεία φωνή της ζωής μου, τρεμάμενη και ανήσυχη, με ρώταγε αν επέστρεψα και αν θα γίνει πόλεμος.
Μην ανησυχείς μάνα. Στο φινάλε, το χρέος μας πάμε να κάνουμε“της είπα.
Τί θα πει χρέος;” μου απάντησε αποστομωτικά υπό την ιδιότητα της μάνας.
Χρέος είναι αυτό που μας μάθαινες όλα αυτά τα χρόνια…
Αυτή τη στιγμή όμως, χρέος δικό σου σαν μάνα είναι να μου φέρεις δυό φανέλες και δυό κάλτσες και μία οδοντόπαστα, γιατί έχω ξεμείνει δυό μήνες τώρα που δεν έχω πατήσει σπίτι κι άν έχεις φτιάξει και κάνα γλυκό, κάνα κέικ τίποτα, φέρε κι από δαύτο.” απάντησα γελώντας μπας και την καθησυχάσω.

Πέρναγαν οι ώρες κι έβλεπα, το ένα πλοίο έφευγε πίσω από το άλλο. Μόνο εμείς εκεί. Xειρότερα κι από καραβοφάναρο… ένα με τον ντόκο. Πήρα τον δρόμο για την πύλη, να πάω να συναντήσω την μάνα μου που με περίμενε.
Όμως στον δρόμο για την πύλη του Ναυστάθμου, πέτυχα τον «Β», έναν καλό φίλο και παλιό μου συμμαθητή από την Σχολή.
Ήταν Κυβερνήτης σε ένα “μικρό” και πήγαινε κι αυτός… «ταχέως» για το βαπόρι του. Έφευγαν εσπευσμένα, αλλά με ελλείψεις. Τα γεγονότα δεν μπορούσαν να περιμένουν. Ο Β. δεν μπορούσε να βρει τον Ύπαρχό του, αν και ο δεύτερος, είχε “σπάσει” την άδειά του και βρισκόταν καθ’ οδόν από την Κέρκυρα, όμως δεν θα προλάβαινε το πλοίο, όπως έδειχναν τα πράγματα. Κατευθυνόμασταν μαζί με τον Β. προς την προβλήτα που ήταν δεμένο το πλοίο του. Εγώ, θα συνέχιζα μετά για την πύλη, για να δω την μάνα μου. Εκείνος στο ένα του χέρι το κινητό και τσιγάρο στο άλλο, να τηλεφωνεί να βρει αντικαταστάτη, για τον Ύπαρχό του. Με το πού το κλείνει, τον πιάνω από τον ώμο και κόβω τον γοργό βηματισμό μας:

“Ρε ‘συ Β. πάρε εμένα στη θέση του. Με ξέρεις ποιός είμαι…“.
Δεν το σκέφτηκε και πολύ:
Θα μιλήσω με τον “μπάρμπα” και θα σου πω. Ανέμενε τηλέφωνό μου στο κινητό σου“.
Μόλις είχα ζητήσει απόσπαση βάζοντας… “μέσον”.

Δεν είχα καταφέρει να βρω μέσον, για ένα καλό και ήσυχο πόστο, όσο ήμασταν εν ειρήνη κι είχα βρει τώρα που πηγαίναμε “καρφί” για πόλεμο… Χωρίσαμε με τον Β. Εκείνος για να προετοιμάσει το βαπόρι του, εγώ για να συναντήσω την μάνα μου. Για να την δω που δεν την είχα δει τόσο καιρό πήγα στην ουσία. Κι αν θέλω να είμαι ειλικρινής, για να την αποχαιρετήσω. Το ήξερε κι εκείνη. Το βλέμμα της, όταν την είδα τα έλεγε όλα. Μπροστά από την πύλη στημένα συνεργεία με τους γνωστούς-άγνωστους της ελληνικής τηλεόρασης, που νόμιζαν πως έκαναν… “καλά τη δουλειά τους”. Πολλά τα… βερύκοκα που άνθισαν έξω από την Πύλη του Ν/Σ μεσ’ το καταχείμωνο, όμως κάνενα από τα ένστολα παληκάρια μας, δεν καταδέχτηκε να τους κάνει τη χάρη, να τους κάνει μιά δήλωση…
Εκεί έξω, άκουσα κάποιον πατέρα να λέει:
Έχω έναν γιο στο ΝΕΑΡΧΟΣ. Φεύγουν από στιγμή σε στιγμή. Άσε με στην πίκρα μου, παληκάρι μου και θέλω να δω το παιδί μου που φεύγει…“.
Το Α/Τ ΝΕΑΡΧΟΣ ξεκολούσε από την προβλήτα, με το πλήρωμά του να έχει παραταχθεί στο κατάστρωμα και να αποδίδει χαιρετισμό. Στην πρύμη του κυμάτιζε η μεγάλη σημαία και από τα μεγάφωνα έπαιζε στη διαπασόν τον “Ναύτη του Αιγαίου”.
Σκηνές που ακόμα και σήμερα τόσα χρόνια μετά, σου φέρνουν ρίγος. Στιγμές κατά τις οποίες ο τύπος με το μαρκούτσι κάτι ρώτησε έναν αλλον πατέρα στρατευμένου και με επανέφεραν στην πραγματικότητα. Δεν θυμάμαι ακριβώς πώς ήταν η ερώτηση, αλλά η απάντηση ήρθε… άκρως Σπαρτιάτικη:
Πατέρας είμαι κι εγώ… τον γιό μου έχω εκεί μέσα και ξέρω τί σημαίνει αυτό, αλλά δεν πάει άλλο με αυτούς απέναντι. Ας τους στείλουνε τα παιδιά μας εκεί που τους αξίζει. Η ζωή τους πλέον είναι στα χέρια του Θεού“.

Αισθάνθηκα τόσο θαυμασμό, για αυτόν τον μικρό, απείθαρχο μα και συνάμα υπερήφανο λαό… Ένιωσα απαράλλαχτες τις διδαχές των προγόνων μας, να δηλώνουν “παρών” μέσα από τις χιλλιετίες. Κοίταξα την δικά μου μάνα…
Να προσέχεις σε παρακαλώ. Ξέρω πως δεν φτάνει αυτό, αλλά εσύ να προσέχεις. Την ευχή μου, παιδί μου.” μου είπε με δάκρυα στα μάτια καθώς με σταύρωνε.
Σε λίγες μέρες, θα είμαι πίσω. Θέλω κέικ σοκολάτα να με περιμένει” της είπα για να την καθησυχάσω.
Παίρνοντας τον δρόμο της επιστροφής για την δεξαμενή, ήξερα ότι το πίστευα αυτό που της είπα, αλλά κατάλαβα, ότι όλοι μας το ίδιο είχαμε στο μυαλό… Κανείς δεν πίστευε ότι θα ήταν αυτός που μπορεί να μην γύριζε…

Από τις σκέψεις μου αυτές, με έβγαλε το κινητό που χτύπησε. Στην οθόνη διάβασα το νούμερο του Β. κι ήξερα τί σήμαινε αυτό. Ήταν παραπάνω από μία κλίση. Βρέθηκα σε μάχιμη μονάδα ένα δύωρο αργότερα, με τον κανονικό μου Κυβερνήτη να μην πιστεύει στα μάτια του όταν διάβαζε το σήμα της απόσπασής μου.
Ήξερε πως δεν ήταν… φυσιολογική απόσπαση, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει πώς την είχα πετύχει… Τελικά, θα πήγαινα κι εγώ τελικά, μαζί με όλους τους άλλους. Όπως το όφειλα. Όπου μας καλούσε το “χρέος”. Δεν επαίρωμαι γι’ αυτό, γιατί δεν ήμουνα ο μόνος. Στην πραγματικότητα, δεν υπήρχε ούτε μισός άνθρωπος που να μην επέστρεψε στη μονάδα του οικειοθελώς, χωρίς καν να τον ειδοποιήσουν. Όποιος υπηρετούσε εκείνες τις μέρες στο Π.Ν. ήταν σαν σεληνιασμένος (και βάλε): οι 300 του Λεωνίδα, ήταν ένας άνθρωπος μέσα του. ΚΑΜΙΑ υπερβολή. Τελικά, δεν είναι τυχαίο πως ο Ναύσταθμος βρίσκεται επάνω στα μυρωμένα νερά που έγινε η ναυμαχία της Σαλαμίνας…

Όχι. Δεν ήταν ο αγέρας που την μαστίγωνε αυτός που σήκωνε τα κύματα και τα θέριευε. Ήταν ο αγιασμός που την είχαν ποτίσει τα κουφάρια των Ελλήνων και των τριήρων τους, αυτός που αγριεμένα καλούσε τους απογόνους τους, να σταθούν δίπλα τους, όπως είχαν κάνει κι εκείνοι απέναντι στους Πέρσες. Ήταν εκείνες ακριβώς τις ώρες που το συνειδητοποιούσες αυτό. Όταν έβλεπες τα ίδια ναυτάκια που μιά μέρα πριν, ήταν της λογικής του “Έλα σβέλτα νέοςςςςπίασε ένα τοστ και τον φραπέ με 4 ζάχαρες, όπως θα έρχεσαι, στραβάδι… Άϊντε γκάου” είχαν μεταλλαχτεί σε αφιονισμένους ετοιμοπόλεμπους νέους (κι όποιος δεν με πιστεύει να αλλάξει χώρα τώρα επί τόπου, γιατί πολύ απλά δεν έζησε από κοντά εκείνες τις ώρες το ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΟΥ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΕΛΛΗΝΑΣ). Όλα τα παιδιά, είχαν ξαφνικά γίνει άντρες

Κατέβαιναν οι ναύτες με τα πολιτικά, από τα επιβατηγά στην Σαλαμίνα (σημ. οι «παντόφλες» δεν τους χρέωσαν εισιτήριο εκείνη τη μέρα) και μερικοί από αυτούς χάνονταν λίγο πριν την πύλη μέσα ένα μικρό τσούρμο από μανάδες, πατεράδες, αδέλφια, που τους είχαν ακολουθήσει, για να τους αποχαιρετήσουν. Σκηνές ανεπανάληπτες…
Έλα ταχέως κύριοι, πρέπει να σαλπάρουμε!” κάνει σε κάποιους δικούς του που πνίγονται σε αγκαλιές αποχαιρετισμού, ένας γνωστός μου (Ύπαρχος τότε σε μία Κ/Φ) και βλέπει μια μάνα με ποτάμια στα μάτια. Σταματάει. Κάνει μερικά βήματα πρός το μέρος της.
Την πιάνει από τους ώμους:
Θα στον γυρίσω” της λέει “μην ανησυχείς, όλους θα τους φέρω πίσω” κι ακούω την μάνα με τα ίδια μου τα αυτιά, να του λέει:
Πρώτα να γυρίσετε αυτούς πίσω” δείχνοντας με το χέρι της παρατεταμένο προς την Ανατολή και εννοώντας τους Τούρκους…
Όσο θα βγαίνουν τέτοιες μανάδες, δεν χάνετε αυτός ο λαός,σκέφτηκα.

Τί κι αν έχουν περάσει περάσει τόσα χρόνια… Εγώ τα θυμάμαι όλα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια….
Τα βαπόρια να φεύγουν με ό,τι είχαν διαθέσιμο.
Άλλα χωρίς επαρκή τρόφιμα.
Άλλα με όσα εφόδια είχαν από την προηγούμενη καθώς έπρεπε να φύγουν αστραπή…
Μιά φρεγάτα θυμάμαι ότι είχε φτάσει το Phalanx της, για να της το “φορέσουνε” και έφυγε άρον-άρον χωρίς αυτό(!).
Πυρομαχικά να μεταφέρονται “as is-where is” και μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις δουλεύαν τα πληρώματα “ζεμπίλι” για να τα φορτώσουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα, ώστε να πάρει σειρά το επόμενο βαπόρι, χωρίς χάσιμο χρόνου.
Κάποια άλλα βαπόρια -λιγοστά- αναγκάζονταν να φύγουν χωρίς τις κανονικές οργανικές τους συνθέσεις.
Να αναχωρούν καράβια του Στόλου με την μεγάλη σημαία να κυματίζει περήφανα κόντρα στον καιρό και τα πληρώματά τους παρεταγμένα στο κατάστρωμα και να σφυρίζουν με την μπουρού αποχαιρετώντας φίλους, κληρούχες, συμμαθητές, το έθνος ολόκληρο…
Να κατευθύνονται προς την μπούκα του Ναυστάθμου, με τον “Ναύτη του Αιγαίου” να παίζει στα μεγαφωνά τους και να νιώθεις μέχρι και στο τελευταίο σου κύτταρο, την τιμή του να είσαι Έλληνας σαν τους προγόνους σου, ίδιος και ένα με αυτούς.
Εκείνες οι κληρουχίες, ήταν οι μόνες που ΔΕΝ χρειάζονταν πιστοποιητικό γεννήσεως. Τα Ίμια ήταν από τούδε και στο εξής, το διαβατήριό τους!

Ήρθε κι η σειρά μας. Με το ίδιο… τελετουργικό φύγαμε.
Η φωνή στου Β. «ξύπνησε» τα μεγάφωνα:
«Δεν πιστεύω να υπάρχει ανάμεσά σας, κανείς που να φοβάται… Να θυμάστε όλοι σας, ότι πάμε να κάνουμε ένα ανεπανάληπτο πάρτυ στους Τούρκους του «Μάλτα yok!»… Στα Τουρκάκια που τους έκανε ο αείμνηστος Πλωτάρχης Χανδρινός να βυθίζουν ο ένας τον άλλον το ’74, στους προαιώνιους εχθρούς του γένους, που ξεχάσαν -φαίνεται-ποιούς έχουνε απέναντί τους και ζητάνε να πάρουν ένα αξέχαστο μάθημα… κι αυτό θα τους το δώσετε εσείς!»

Ταξιδεύαμε και ανυπομονούσαμε… Ανεξήγητη η μετάλλαξη αυτή. Πρίν φτάσουμε στο σημείο που είχαμε διαταχθεί, πιάσαμε «στο φτερό», σε ένα νησί και πήγαμε να βρούμε κάνα σουπερ μάρκετ και μανάβικο να πάρουμε μερικά τρόφιμα, καθώς είχαμε φύγει, άρον-άρον, από την Σαλαμίνα. Δεν ξέραμε πόσο θα κρατούσε η όλη ιστορία και φοβόμασταν πως θα ξεμείνουμε από φαγητό. Δεν προλάβαμε να δέσουμε έρχονται μερικοί κάτοικοι.

Ε… τί κάνετε ευτού;
Πρέπει αν πάρουμε τρόφιμα, μπάρμπα. Δεν προλάβαμε να τα πάρουμε όλα, φύγαμε με την ψυχή στο στόμα…
Εσείς πρέπει να είστε έξω, να τουφεκάτε τσου Τουρκαλάδες… Δεν έχει να πάτε πουθενά, γιατί θα αργήσετε στα ψώνια. Θα σας τα φέρουμε εμείς” μας λέει.

Πράγματι πέφτει σύρμα και μέσα σε λίγη ώρα φτάνουνε αγροτικά αλλά και πολιτικά γεμάτα, σακιά πατάτες, ψωμιά, αλεύρι φρούτα, ντομάτες. Κάποιοι κάτοικοι μας φέρνανε λαχανικά με σακούλες γεμάτες από τα περιβόλια τους.
Πού θα τα βάλουμε όλα αυτά, ρε ‘συ;” μου κάνει ο Κυβερνήτης.
“Θέλετε να τους γυρίσετε μερικά πίσω;
” του κάνω όλο νόημα.
Τρελός είσαι; Αν είναι γραφτό να μας φάνε οι Τούρκοι δεν θα προλάβουνε. Θα μας φάνε ζωντανούς ετούτοι πρώτα…

Λύνουμε κάβους και φεύγουμε. Οι σκηνές ανεπανάληπτες. Να μας χαιρετάει σύσσωμη η μικρή κοινωνία του νησιού. Κόσμος και κοσμάς από την την προκυμαία που στο μεταξύ είχε γεμίσει και θύμιζε… προεκλογική συγκέντρωση.
Να μας λένε λόγια, ευχές, για να μας εμψυχώσουν, να μας σταυρώνουν οι γριές, βρισιές ανάκατες με χειροκροτήματα. Όλο το πλήρωμα συγκινημένο. Όλος ο κόσμος, στο πλευρό των πληρωμάτων μας.
Είμαστε ΚΑΙ δικά τους παιδιά.
Όλος ο στρατευμένος κόσμος, παρών στο κάλεσμα.
Όλη η Ελλάδα ένα!
Ζωσμένη από τα απέριττα δώρα με τα οποία την ευλόγησε ο Θεός: την θάλασσα και τον ούρανό της. Το γαλάζιο… αυτό το χρώμα το τόσο ιερό, όμοιο με μύρο, το μύρο της Ελλάδος.

Το επόμενο βράδυ, μετά την προδωσία, δεν μίλαγε κανείς. Ακόμα και σήμερα που τα λέμε με φίλους κληρωτούς αλλά και μόνιμους, αποφεύγουμε να τα θυμόμαστε γιατί μας παίρνει το παράπονο… Οι σκηνές ωστόσο που εκτυλίχτηκαν εκείνες τις ημέρες, είναι αυτές που με κάνουν να ελπίζω ΑΚΟΜΑ, στην επιβίωσή μας ως έθνος και λαός. Κι όσο περνάνε τα χρόνια και βλέπω ότι η μνήμη των τριών παληκαριών δεν λέει να ξεχαστεί και να σβηστεί στα απόνερα του χρόνου, τόσο περισσότερο πιστεύω, ότι θα έρθει η στιγμή που θα μπορέσουμε να πούμε την φράση “ΤΩΡΑ η ψυχή τους αναπαύτηκε επιτέλους…. Ίσως γιατί την τιμημένη των Ελλήνων σημαία, ανθέλληνες πολιτικοί την κατέβασαν από έναν αγιασμένο βράχο, μα δεν κατάφεραν ΠΟΤΕ να την κατεβάσουν μέσα από την ψυχή του απλού Έλληνα…

Διαβάστε Περισσότερα