Μισθολογικές ανισότητες και τα «θέλω» των ποδοσφαιριστών | Sons Of Football
Η έξαρση της πανδημίας οδήγησε το ποδόσφαιρο σε πρωτόγνωρες καταστάσεις, και συγκεκριμένα επηρέασε τους ανέγγιχτους μέχρι πρότινος συλλόγους σε οικονομικό επίπεδο. Τα δύο τελευταία καλοκαίρια μας διδάσκουν με τον πιο απτό τρόπο την ανισότητα μεταξύ των μισθών των ποδοσφαιριστών, για το οποίο ζήτημα δεν ευθύνεται μόνο ο κορωνοϊός, αλλά και η αφέλεια των «Μεγάλων».
Τόσο οι ομάδες με υψηλούς μισθούς και τα ανυπολόγιστα έσοδα, όσο και αυτές με πιο ρεαλιστικά νούμερα ως αμοιβή στους παίκτες, δρομολόγησαν δύο ταχυτήτων πραγματικότητες: τους υψηλά αμειβόμενους ποδοσφαιριστές, που οι ίδιοι δεν δικαιολογούσαν με την αγωνιστική τους απόδοση, όμως και άλλους που αποδείκνυαν την διαφορά τους στο γρασίδι, χωρίς να αμείβονται ως κορυφαίοι.
Το πρώτο τρανταχτό παράδειγμα που αποκαλύπτει τη διάλυση της «φούσκας», αποτελεί ο αξιοπρεπής Μανέ, ο οποίος μεταπήδησε στη Μπάγερν Μονάχου ύστερα από ένα άκρως επιτυχημένο πέρασμα στη Λίβερπουλ. Παρόλο που ο Σενεγαλέζος βρισκόταν ανέκαθεν στο κορυφαίο επίπεδο για μία πενταετία, αμειβόταν παραδόξως με χαμηλότερα ποσά σε σύγκριση με ό,τι κυκλοφορεί στην αγορά.
Πιο αναλυτικά, ο Μανέ αμειβόταν για ένα μακρύ τουλάχιστον διάστημα με 5 εκ. ευρώ (!) το χρόνο στο Μέρσεϊσαιντ. Την ίδια στιγμή εξτρέμ χαμηλότερης αγωνιστικής αξίας δέσποζαν στην κορυφή των μισθολογικών κατηγοριών. Ονόματα πράγματι δημοφιλή, αλλά από ένα σημείο της καριέρας τους και έπειτα δεν δικαιολογούσαν τον σταθερά υψηλό τους μισθό. Μερικοί εξ αυτών είναι οι Μπέιλ, Νεϊμάρ, Κουτίνιο κ.ο.κ. Ενώ λοιπόν, η Λίβερπουλ προσπαθούσε να διατηρήσει βιώσιμα στάνταρ στα οικονομικά της, οι απέναντι ομάδες ακολουθούσαν πολυδάπανη πολιτική σε κόστος μεταγραφών και συμβόλαια παικτών. Ένα άλλο «αγκάθι» αποτελεί η ύπαρξη μεγιστάνων από Σαουδική Αραβία και Κατάρ, οι οποίοι βασιζόμενοι στον ατελείωτο πλούτο τους και τις εταιρείες ως κύριους χορηγούς δημιούργησαν ένα αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ αυτών και συγκρατημένων κλαμπ όπως οι Reds.
Στη σύγχρονη εποχή, είναι βέβαιο ότι ο χαμηλόμισθος Μανέ ίσως θα αισθάνεται αδικημένος στεκούμενος μπροστά στον Μπέιλ ή φυσικά στον άλλοτε συμπαίκτη του Κουτίνιο που πλέον αναζητεί τον εαυτό του στην Άστον Βίλα. Γι’ αυτό τον λόγο η πρόταση της Μπάγερν Μονάχου με αμοιβή 8 εκ. ευρώ αμέσως κέντρισε το ενδιαφέρον του. Ο προσανατολισμός μάλιστα των παικτών προς την καλύτερη πρόταση ως αναγνώριση της αξίας τους, ίσως πρέπει να προβληματίσει το οικοδόμημα της Λίβερπουλ. Αν μη τι άλλο το κλαμπ τα πάει περίφημα με τους ρεαλιστικούς μισθούς που προσφέρει στους παίκτες. Μόνο όμως που το πράττει σε μία μη ρεαλιστική πραγματικότητα, σε αυτήν δηλαδή που κυριαρχεί η αναγνωρισιμότητα πλέον μέσα από αστρονομικά ποσά.
Μία άλλη ηχηρή περίπτωση που «ξεγυμνώνει» το σύστημα όπως το γνωρίζαμε μέχρι σήμερα, είναι ο Ντε Γιονγκ της Μπαρτσελόνα. Μπορεί προ πανδημίας – με Μπαρτομέου στο τιμόνι – να υπέγραψε ο Ολλανδός με κλιμακωτές αμοιβές συμβολαίου, όμως στη παρούσα φάση κρίνεται μη βιώσιμο για το μέλλον του συλλόγου. Ενόψει νέας σεζόν ο Ντε Γιονγκ θα αμείβεται περίπου 19 εκατομμύρια ετησίως (!), καθιστώντας τον τον πιο ακριβοπληρωμένο ποδοσφαιριστή του ρόστερ. Είναι όμως ο ποιοτικότερος στο αγωνιστικό σκέλος; Κάνει πράγματι τη διαφορά, όπως εμμέσως υπονοεί το αναβαθμισμένο του συμβόλαιο;
Σίγουρα, θα προσθέσει κανείς πως μία διαφαινόμενη φυγή του Ντε Γιονγκ σχετίζεται και με την πληρότητα του κέντρου, καθώς τα νέα ατόφια ταλέντα της Μασία εκεί εντοπίζονται (Γκάβι και Πέδρι). Παράλληλα, στις επιλογές του Τσάβι υπάρχουν οι Μπούσκετς, Κεσί, ενώ δοκιμάζονται ο ξεχασμένος Πιάνιτς και ο υποσχόμενος Πάμπλο Τόρε. Επομένως, τόσο το μη βιώσιμο συμβόλαιο του Ολλανδού, όσο και η ύπαρξη αρκετών ποιοτικών μέσων που καλύπτουν τον ρόλο του, βάζουν σε δεύτερες σκέψεις σύσσωμο τον σύλλογο. Να σημειώσουμε μάλιστα ότι ο Ντε Γιονγκ για χάρη του παρολίγον χρεοκοπημένου κλαμπ, μείωσε τις απολαβές του για δύο σερί χρόνια. Απλά τώρα το συμβόλαιο επιστρέφει δειλά δειλά στα επίπεδα του συμφωνηθέντος συμβολαίου.
Η Μπαρτσελόνα όμως, και κάθε «Μπαρτσελόνα» συνειδητοποίησε ότι ο κόσμος του ποδοσφαίρου είναι εύθραυστος ακόμη και για τον ισχυρό. Καμία ισχύουσα κατάσταση δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη, σε σημείο που ο άκρατος πλούτος στις κινήσεις της να θεωρείται η απαράλλαχτη συνταγή για την κορυφή. Έτσι και η ίδια έρχεται πλέον πιο κοντά στο δρόμο που χάραξε η Λίβερπουλ. Όμως, ο συγκεκριμένος δρόμος είναι παράδρομο, πλήρως αντίθετος με την αυτόν που συνεχίζουν να ακολουθούν άλλοι «παίκτες». Οι ποδοσφαιριστές από την άλλη, εγκλωβίζονται ανάμεσα σε αυτή την κρίσιμη ανισότητα: σε ένα περιβάλλον που ακολουθεί συγκρατημένη πολιτική σε επενδύσεις (π.χ. Λίβερπουλ – συμβόλαια, ποσά μετακίνησης κλπ.), ή να παρασυρθεί από την νέα τάξη πραγμάτων…