Τόσα καλοκαίρια…
Να πετάς τα ρούχα σου μακριά και να γίνεσαι ένα με τα αγιασμένα νερά του τόπου σου, αυτό είναι το καλοκαίρι… Εκεί σε έναν μικρό κολπίσκο πίσω από τα απάτητα τoυ νησιού, να συναντιέσαι ξανά, τέτοια εποχή κάθε χρόνο με την αύρα της ψυχής σου.
Και μετά να πηγαίνεις στο ταβερνάκι, κάτω στην Αγία Κυριακή και να στεγνώνεις απ’ την αρμύρα, παρέα με μιά μερίδα πατάτες, μιά χωριάτικη και σουβλάκι καλαμάκι. Να δροσίζεσαι με μπυρίτσα και να μην έχει ούτε μουσική το κατάστημα, ούτε τίποτα. Μόνο το θρόισμα των πεύκων πίσω σου…
Τί παραπάνω να είναι το καλοκαιράκι από ένα ποτηράκι κόκκινο στο πεζούλι, καθώς αφήνεις τη ματιά να σεργιανήσει εκεί που τόσες και τόσες γεννιές πρίν από σένα, απολάμβαναν το ίδιο θέαμα…
Να κοιτάζεις βαθιά μέσα στους ορίζοντες των χρόνων και να βλέπεις αρχαίους χορούς να έχουν στηθεί στις παραλίες… Τα βλέματα των ερωτευμένων πώς κυνηγάει το ένα να συναντήσει απεγνωσμένα το άλλο, καθώς τα βιολιά παίρνουν φωτιά στον τρύγο απάνω…
Να σουρουπώνει στο κι ο αγέρας να σου φέρνει για συντροφιά τις καντάδες της αντροπαρέας πρός την ομορφιά του χωριού. Μπορεί το γλέντι να έχει σχολάσει, μα η καρδιά δεν λέει να σωπάσει κι ας έχει ο έρωτας πνιγεί στο δάκρυ του εφήμερου και στον λυγμό του αλύτρωτου.
Να κατεβάζεις την τελευταία γουλιά και να αργοπλανιέται το βλέμμα σου, καθώς ταξιδεύει πάνω από τα βαριά κλωνάρια των ελαιόδεντρων και στις χαμηλόθωρες εκτάσεις με τα στάχυα που αρχίζουν να βαραίνουν κι αυτά με τον καρπό τους.
Εκεί είναι παρκαρισμένο το μυαλό… Ίσως και λίγο πιό κάτω, σε ένα Αιγαίο που ετοιμάζεται κι αυτό να ξεκουράσει τα κύματά του, καθώς ο ήλιος αργολιώνει μέσα του στο ηλιοβασίλεμα.
Τί άλλο να μπορώ να αποζητήσω, από το να σε βλέπω στο πανηγύρι, με το λευκό σου φουστανάκι να ανεμίζει, καθώς ο χορός φουντώνει και η μουσική σε καλεί να λευτερωθείς κι εσύ και να ακολουθήσεις τα βήματα, αφήνοντας πίσω σου την αμφιβολία και τα κόκκινα μάγουλα. Μα να’ναι από το κοκκίνισμα, για απ’ την επιθυμία να με δεις αντικρυστά σου; Και όσο ο χορός τροχίζει τη λαχτάρα μου να σε αγγίξω, να πνίγω το συναίσθημα μέσα μου, για να μην δώσω δικαίωμα… Να μην πουν οι φίλοι σου… να μην το μυριστούν οι δικοί σου, να μην γίνουμε… ρεντίκουλο.
Τί να ’ναι το καλοκαίρι πέρα απ’ τόν παππά, που κάτι έχει καταλάβει και μου’πε να σε προσέχω… Να έχω τα μάτια μου 400, λέει… Και να’ξερε ο δύσμοιρος ότι εγώ και 1.000 να είχα, πάλι επάνω σου θα ήταν καρφωμένα…
Τον ακούω καθώς με έχει πιάσει απ’ τον ώμο και τα λέμε στο πεζούλι της εκκλησιάς να μου κάνει πατρικά «…γιατί η γυναίκα παιδί μου είναι ένα στουπί γεμάτο με πολλές μικροσκοπικές μεταξένιες κλωστίτσες κι εσύ είσαι το σπίρτο που θέλει να ποτίσει το στουπί και να γίνετε ένα κουβάρι οι δυό σας κι ο Διάολος στριφογυρίζει χορεύοντας τρίγύρω σας και παίζει με το τσακμάκι…».
«Να το’ξερα μωρέ παππά ότι είχαν έτσι τα πράγματα, θε να του τ’ άρπαζα απ’ τα χέρια και να μου ’βαζα φωτιά ολόκληρου και να καώ μαζί της, να γίνουμε στάχτη κι οι δύο μωρέ…»
Και δωσ’ του να σταυροκοπιέται ο παππάς κάνοντας ακόμα πιο έντονη τη σιγή που επικρατεί στον Άγιο Παύλο. Μόνο ο ήχος από τις τράτες που επιστρέφουν στο λιμανάκι ακούγεται κι αυτό το «τικ-τακ τρικ-τρικ τρακ-τρακ τικ-τρακ-τικ-τακ», φτάνει στ’ αυτιά μας, λες και περνάει η στρατιά των αρχαγγέλων και τοποθετεί στα ράφια τα όπλα, μέχρι την επόμενη μέρα…
«Αχ γιέ μου… ο άνθρωπος πρέπει να αφήσει πίσω του τα πάθη για να ανοίξει τις πόρτες της βασιλείας των ουρανών. Μα ξέρεις…» (μου κάνει ρίχνοντας μιά κλεφτή ματιά πίσω του να βεβαιωθεί ότι δεν τον ακούει κανείς) «όταν δύο άνθρωποι είναι ερωτευμένοι, μέσα από αυτό που νιώθουν καθώς τα κορμιά τους γίνονται ένα, μπορούν να φτάσουν ως τα κράσπεδα του Παραδείσου… να αγγίξουν κάτι από το άρωμα των πρώτων λουλουδιών της άνοιξης που καθώς αυτά ξεφυτρώνουν στις άκριες της Εδέμ!».
Σ’ ακούω να μου μιλάς μωρέ παππά και σκέφτομαι πως -να πάρει η ευχή να πάρει!- άλλο από τα τρελά σου νιάτα αποκλείεται να αναπολείς κι εσύ ετούτες εδώ τις στιγμές, που τα λες για να τ’ ακούσω εγώ, αλλά ως φαίνεται κάτι ξέρεις κι εσύ από δαύτα…
Το βλέμμα σου απλώνεται στο βαθύ γαλάζιο, μα εγώ ξέρω πως έχεις διαβάσει τη σκέψη μου και σε χαιρετώ βιαστικά. Το καλοκαίρι βλέπεις… Δεν έχω χρόνο για την βασιλεία κι ας είναι των ουρανών… Εγώ τώρα εδώ πατώ, στη Γη. Το έχω πάρει απόφαση πως θα την στήσω στο ραντεβού γιά που θα περιμένω το επόμενο λεωφορείο γι’ αυτήν. Η δικιά μου “βασιλεία” έχει ένα πρόσωπο ροδαλό και το δέρμα της μυρίζει σαν τ’ αστραπόβροντα του Μάρτη. Πρέπει να το προλάβω…
Είπαμε, το καλοκαίρι…
Είναι σαν την βασιλεία βλέπεις κι αυτό: δεν περιμένει…
«Μόνο που δεν τ’ άκουσες από εμέ αυτό που σου ‘πα, έτσι ωρέ;» γιομίζει την ατμόσφαιρα η φωνή σου, καθώς με χαιρετάς με το χέρι υψωμένο και το μανίκι του ράσσου να πηγαίνει πέρα-δώθε. Σου κλείνω με νόημα κατεργαρέου το μάτι κι έτσι βιαστικά όπως γυρνώ να πάρω το δρόμο, σαν να σε βλέπω να με ευλογείς κρυφά καθώς με ξεπροβοδίζεις πίσω μου…
Δεν θα πάω από το σπίτι. Πρέπει να την δω! Να πάω να παραφυλάξω κρυμένος πίσω απ’ την μάντρα, από φόβο να μην με δει και κάνα μάτι… Τρέχω, σαν το σκυλί το τρελό που κυνηγάει τα φαντάσματά του κι ο αέρας να γροικά την κάθε ανάσα μου που σχηματίζει τ’ όνομά της.
Έχω ξεχυθεί σαν σφαίρα ξαμολυμένη που σφυρίζει στον αέρα και με βλέπει κι η μάνα μου καθώς περνώ δίπλα απ’ την αυλή, και με στολίζει… «Θα πέσει κεραυνός να μας κάψει με τα καμώματά σου, μωρέ σαλεμένο μου!» ακούγεται σαν… βόλι, η γεμάτη αγωνία φωνή της.
Κι όμως… ακόμα κι αν ξέρει ότι φλερτάρω με τον κίνδυνο να… «μας κάνω όλους ρεντίκολο» από μέσα της φτάνει σαν σιωπηλή αστραπή, ο αχός απ’ την αγανακτισμένη της λαχτάρα «Αχ άγιε κι απόστολε μου, δώσε φτερά στα όνειρά του…»
Έτσι κυλάνε τα καλοκαίρια στα μέρη μου…
Γεμάτα σκιρτήματα, γεμάτα ιδρώτα να συντηρήσουμε τα σπίτια μας και σαν το κορμί λυγάει μας βρίσκουν μ’ ολόγιομη την ψυχή και δυνατά τα τραγούδια κάτω απ’ τις ελιές, να τσουγκρίζουμε τα ποτήρια, ενθυμούμενοι τα παλιά, στο όνομα των φίλων που φύγανε νωρίς και δεν είναι πιά στη συντροφιά μας, στη θύμιση όλων εκείνων των παιδικών χρόνων που μας ένωσαν.
Ένας αντάρτης ήχος μας κυνηγάει από όλες εκείνες τις μνήμες που τις γεμίσανε ματωμένα γόνατα και γέλια στις πλατείες. Έρχεται κι αυτός με τη σειρά του, να ζευγαρώσει με τους αναστεναγμούς της νοσταλγίας, κάθε βράδυ που ο αέρας περνάει μέσα απ’ τα πεύκα και ο ψίθυρός του, αναδύει όλους εκείνους τους ανεκπλήρωτους έρωτες που χάθηκαν σε μιά στροφή, που τους πήρε η νιότη, όταν αυτή μεταλλάχτηκε σε ωριμότητα.
Κι έτσι όπως στέκομαι να καρτερώ την ερημιά να μου τα ξαναθυμίσει, μέσα απ’ τον ήχο της σιωπής της ενοχής, που επειδή δεν πιάσαμε όσο έπρεπε τη ζωή απ’ τα μαλλιά να της ζητήσουμε να μας δώσει όσα μας χρωστάει, τώρα μας ζητάει και τα ρέστα, ε… μόνο τότε είναι που αντιλαμβάνομαι πως το ποτήρι έχει αδειάσει. Ψάχνω το κρασί, μα δεν το βρίσκω. Σαν τα χρόνια, στέρεψε κι αυτό… Μόνο που δεν ξέρω ποιό στέγνωσε πρώτο… Το κρασί μεσ’ το ποτήρι ή τα χρόνια της ανεκπλήρωτης νιότης;
Να ’ναι άραγε ο αδικημένος μου εαυτός που μου ζητάει τις ευθύνες; Για να είναι όλα τούτα που δεν πρόλαβα να… προλάβω;
«Όχι καρδιά μου» ακούγεται στοργικά η φωνή της ξαφνικά από πίσω μου.
«Είναι ο χρόνος που τελειώνει και ξανά μένουμε μόνοι…» μου κάνει αιφνιδιάζοντάς με.
Κι όπως γυρνώ και την αντικρύζω, έτσι όπως οι τελευταίες ακτίδες του ήλιου, μοιάζουν να την αγιοποιούν σαν φωτοστέφανο πάνω από τα περίλαμπρα μαύρα λιτά της μαλλιά, καταλαβαίνω γιατί ο Θεός όλα εκείνα τα καλοκαίρια άφηνε αναπάντητες τις προσευχές μου…
El Comandante