Αντίο Γιώργη..Ή μάλλον…. γεια σου φίλε, ευχαριστώ για την παρέα.Ι Μήτσος Γαύρος
Κάποιες φορές το να γράψεις και το πιο απλό κείμενο είναι το μεγαλύτερο ζόρι. Είναι το αντικείμενου που σε ζορίζει…
Ήθελα από την αρχή να γράψω δυο κουβέντες για το Γιώργη, αλλά μου ήταν δύσκολο. Κάποιοι αποχωρισμοί είναι δύσκολοι ακόμα κι αν δεν πρόκειται για «κοντινούς» ανθρώπους. Κάποιοι άνθρωποι όμως είναι δικοί σου, είναι κοντινοί, ακόμα κι αν ας μην είναι συγγενείς, ακόμα κι αν δεν επικοινωνείτε συχνά.
Κυριολεκτικά με το Γιώργη μεγάλωσα.
Θυμάμαι ακόμα και σήμερα ένα βράδυ να την έχω πέσει για ύπνο με το Walkman κι έτσι όπως έψαχνα για ραδιόφωνο πετυχαίνω ένα τραγούδι των Animals. Αν και μεταλλάς, οι Animals μου άρεσαν και έμεινα να το ακούσω. Λίγο μετά, μπαίνει μια φωνή και κόβει το τραγούδι λέγοντας κάτι άσχετα. Πριν προλάβω να καταλάβω τι γίνεται και να αλλάξω σταθμό, μου κεντρίζει το ενδιαφέρον μια ποδοσφαιρική ατάκα. Έμεινα για λίγο, κυρίως από το άσχετο της ατάκας με τη μουσική. Και τελικά έμεινα γενικώς. Και με τα χρόνια κατάλαβα ότι τίποτα δεν ήταν άσχετο ή ασυνάρτητο. Στην ίδια εκπομπή μπορούσες να ακούσεις τον ύμνο της Liverpool, αφορισμούς για τους «μασόνους» (του μπάσκετ), rock ή σπανιότερα metal καθώς και σχετικά ακριβείς αναλύσεις ακροατών απασχολήσεις στενών οικογενειακών προσώπων τάδε διαιτητή ή του δείνα προέδρου. Μέσα σε όλα όμως, υπήρχαν δύο πολύ σημαντικά: άκουγες και πράγματα που έδειχναν «σημαντικά» (το γιατί μπορεί να το καταλάβαινες πολύ αργότερα και (κυρίως) έδινε βήμα στον κόσμο να μιλήσει.
Το παραπάνω περιστατικό είχε γίνει κάπου στο 92 ή 93, πριν το πρώτο κλείσιμο του ιστορικού πρώτου Spint FM (του οποίου πολύς κόσμος την ύπαρξη αγνοεί, διότι ξέρει μόνο τη δεύτερη «θητεία»).
Τότε ο Γιώργης είχε διπλή εκπομπή: πρωινή ενημέρωσης, βραδινή το Καφενείο. Η πρωινή ήταν δύσκολη στο άκουσμα λόγω σχολείου, αλλά η βραδινή σύντομα εξελίχθηκε σε κόλλημα. Από τότε μου είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον, γυμνασιόπαιδο ακόμα, και τον παρακολουθούσα. Τα λέγαμε τηλεφωνικά κυρίως Κυριακές που το Καφενείο για να μπορεί να καλύπτει την αθλητική «επικαιρότητα» της μέρας ήταν βράδυ από τις 9 (αντί για 10).
Ο Γιώργης ήταν ο λόγος που έκοψα το Φως και το γύρισα σε Φίλαθλο. Πρέπει να ήταν κάπου στο 94 αν θυμάμαι καλά αυτό και ήταν μια κίνηση που με βοήθησε πολύ σαν άνθρωπο. Ελάχιστοι μπορούν να κατανοήσουν πως μπορεί να το κάνει αυτό μια αθλητική εφημερίδα και το βρίσκω λογικό: μόνο οι αναγνώστες του «Φ» ξέραμε ότι δεν ήταν αθλητική εφημερίδα.
Ήταν κάτι που «σου άφηνε στάμπα στο λοκώ τη μούρη του Οφορίκουε», που «σου λέρωνε πρώτα τα ρούχα και μετά το μυαλό», για όποιον θυμάται τις ατάκες.
Αυτό ήταν το κυριότερο χαρακτηριστικό του Γιώργο: ατακαδώρος κι ετυμόλογος. Και αυτό ακριβώς ήταν ο λόγος που τον αισθανόμασταν όλοι τόσο οικείο. Μιλούσε σαν εμάς, στεναχωριόταν σας εμάς, αντιδρούσε σαν εμάς. Δεν είχε ψεύτικους κανόνες καλής συμπεριφοράς λόγω ραδιοφώνου (η και γυαλιού αργότερα). Αυτός ήταν ο τρόπος του που μάζευε, σχεδόν μάγευε τον κόσμο.
Όσο κι αν κάποιοι μπορεί να έχουν ενστάσεις, ο Γιώργης ήταν ένα απλό παιδί, ένας άνθρωπος της πιάτσας, με τρομερές ιστορίες να μοιραστεί και να διηγηθεί.
Όταν έκλεισε ο Sprint την πρώτη φορά, τον καλούσα και τα λέγαμε στη στήλη του Καφενείου στο Φίλαθλο. Είχε γράψει και μια-δυο ατάκες μου, θυμάμαι (σε κάποιο αρχείο πρέπει να τις έχω κρατημένες). Ήταν τα πέτρινα χρόνια του Ολυμπιακού ακόμα και ως πληγωμένος φανατικός (και θερμοκέφαλος έφηβος) έχωνα γκάζια κατά δικαίων και αδίκων.
Τα χρόνια πέρασαν, χαθήκαμε, ξαναβρεθήκαμε. Συμβαίνουν αυτά. Έγινα ξανά τακτικός θαμώνας της ραδιοφωνικής εκπομπής και όχι μόνο ως ακροατής. Ήταν κάτι παραπάνω από μια καθημερινή συνήθεια. Τι να σας πω; Ότι το απόγευμα στο μαιευτήριο για το πρώτο μου παιδί, στην αναμονή άκουγα Γεωργίου και η αναγγελία μου έγινε μόλις τελείωσε η εκπομπή; Η καρδούλα μου το ήξερε πόσο άγχος είχα να πάνε όλα καλά, αλλά κι ο γιος άρχοντας: μόλις τελείωσε η εκπομπή αποφάσισε να βγει με συνοπτικές διαδικασίες διότι είχε βαρεθεί να περιμένει! Τα παιχνίδια της συγκυρίας που εύκολα τα κάνουμε ιστορίες να μας φτιάχνουν τη διάθεση.
Τα λέγαμε πολύ συχνά με το Γιώργη, κι εντός εκπομπής κι εκτός. Είχαμε πιει και τα κρασάκια μας κάποιες φορές και μόνοι και με άλλη παρέα. Αλλάζαμε ιστορίες, κάναμε αναλύσεις, έλεγε πράγματα απίστευτα, τρομερές ιστορίες παρασκηνίου. Κάποιοι μπορούν να τις αμφισβητούν: προσωπικά και μόνο για τον τρόπο που τις έλεγε, καθόμουν και έκανα χάζι.
Τι να πρωτοθυμηθείς και τι να πρωτοσημειώσεις για το Γιώργη. Καθηλωτικός. Όχι μόνο για τις ατάκες του. Ένα από τα χαρακτηριστικά του, που του το θύμιζα κάθε τόσο (ιδίως εκτός αέρα) ήταν η ιώβεια υπομονή του: πως τους αντέχεις ρε Γιώργη, τον ρώταγα. Αμφιβάλλω αν τους άντεχε. Η εκπομπή ήταν τέτοια όμως που «έπρεπε» να τους αντέχει. Υπήρχε όμως κάτι πολύ σημαντικότερο: το γούσταρε κι ο ίδιος αυτό το αλισβερίσι. Ήταν κάτι παραπάνω από τον αέρα που ανέπνεε, ήταν μια ανάγκη. Ήταν μια αμφίδρομη ψυχοθεραπεία.
Μια ανάγκη που συχνά γινόταν μουσικές εκπομπές. Μια αμιγώς ποδοσφαιρική εκπομπή που έκανε μουσικές εκπομπές καλύτερες από τις περισσότερες μουσικές και, μάλιστα, προκαλούσε και συζητήσεις επ’ αυτών αντί για το ποδόσφαιρο! Ένας άγραφος νόμος που πάντα τηρούσαν ακόμα και οι πιο πορωμένοι.
(α, ρε Γεωργίου, δεν σε κατάφερα ποτέ να εκτιμήσεις και να βάλεις το Broadsword…)
Το χούι μου το ήξερε καλά: γαύρος μεν (Πειραιώτης εξάλλου), αλλά αποστασιοποιημένος. Είχα συνειδητοποιήσει πολλά χρόνια πριν τη βρωμιά και τη δυσωδία του ελληνικού ποδοσφαίρου και απλώς παρακολουθούσα το κοινωνικό φαινόμενο της εκπομπής, δίχως να παρουσιάζομαι ανεξάρτητος (δεν είχα τέτοια ανάγκη να κρύβω τα χούγια μου).
Διότι η εκπομπή ήταν ένα απίστευτο κοινωνικό φαινόμενο: έβγαζε στην επιφάνεια ανθρώπους λαϊκούς, καθημερινούς, γνωστούς, φτωχούς, πλούσιους, βαρεμένους, σοβαρούς, τελειωμένους, φιλοσοφημένους, ανέργους, βολεμένους, τζογαδόρους, οικογενειάρχες, χωρισμένους, παντρεμένους, ξερόλες, μικρούς, μεγάλους, φανατικούς, αδιάφορους, ανθρώπους που ήθελαν απλώς να μιλήσουν «σε ένα δικό τους», ανθρώπους που ήθελαν να μοιραστούν τη χαρά ή το πρόβλημά τους, ανθρώπους που ήθελαν απλώς να προκαλέσουν, ακόμα και άλλους που ήθελαν απλώς να πουν μια καλησπέρα, χίλιους δυο, όλους αχταρμά. Γι’ αυτό τον ακούγανε κυριολεκτικά όλοι. Και ήθελαν να συμμετάσχουν κυριολεκτικά όλοι. Και γι’ αυτό του τα έχωναν και τόσοι πολλοί. Διότι ήταν ακατανόητο για τους αμύητους πως ένας άνθρωπος της πιάτσας, ένας τόσο λαϊκός τύπος μπόρεσε να μείνει τόσα πολλά χρόνια τόσο ψηλά στην επικαιρότητα, δίχως να κρύβει ή έστω να ωραιοποιεί τα χούγια του και να παρουσιάζει το άσπρο ως μαύρο.
Όλες οι παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας έβγαιναν ζωντανές στη φόρα μέσα από την εκπομπή του Γεωργίου. Δεν υπήρχε ευαίσθητη χορδή που να μην άγγιζε ο Γεωργίου, είτε από την καλή, είτε από την ανάποδη. Και είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι οι περισσότεροι ήθελαν να συμμετάσχουν σε αυτή την εκπομπή. Αποδεικνύεται από το πόσα «ονόματα» παρέλασαν όλα αυτά τα χρόνια.
Όπως του είχα πει χαρακτηριστικά μια μέρα (και δίχως να θέλω να διεκδικήσω κάποια αποκλειστικότητα, νομίζω ότι τότε το συνειδητοποίησε) το Καφενείο των Φιλάθλων ήταν η ίδια η Κοινωνία όχι σε μικρογραφία, αλλά σε πλήρη έκταση.
Για την ακρίβεια, θεωρώ ότι ήταν η σπουδαιότερη εκπομπή που έχει υπάρξει, όχι επειδή ήταν η πιο ποιοτική ή η καλύτερη, αλλά για το έργο που επιτελούσε. Και είμαι βέβαιος ότι δεν έχει υπάρξει άλλη εκπομπή που να το έχει πετύχει αυτό στο παρελθόν και δεν πιστεύω ότι θα ξαναϋπάρξει ποτέ. Είναι δύσκολο πρέπει να διαχειριστείς κάθε ψυχοσύνθεση, κάθε πικρία, κάθε οργή. Εγώ δεν θα το κατάφερνα. Ο Γεωργίου είχε στομάχι από ατσάλι.
Στην εκπομπή, για όσους με θυμούνται, μιλούσα συνήθως για το πολιτικοκοινωνικό φαινόμενο του ποδοσφαίρου, όχι τόσο ποδοσφαιρικά. Ενίοτε και μουσικά. Είχα χάσει από παλιά την «ανάγκη» να υπερασπίζομαι ανθρώπους που έχουν λεφτά που εγώ δεν θα βγάλω ποτέ, που έχουν συμφέροντα με τα οποία δεν θα ταυτιστώ ποτέ και που στο τέλος, τέλος, απλώς εκμεταλλεύονται την αγάπη μου για ένα έμβλημα (που ιδεολογικά για ’μένα σημαίνει ακριβώς το ίδιο με την αγάπη ενός άλλου για ένα άλλο, αντίστοιχο έμβλημα). Δευτερευόντως με ένοιαζε το πως έπαιξε «η ομάδα» μέσα στο γήπεδο σήμερα.
Για την ακρίβεια, με τα χρόνια διαπίστωσα ότι το ποδόσφαιρο με ενδιαφέρει ως συνολικό ιστορικό φαινόμενο που συνεχίζει να εξελίσσεται. Μπορεί σήμερα να έχει χαθεί ο ιστορικός δεσμός, αλλά παλιά, επί δεκαετίες ολόκληρες, το ποδόσφαιρο ιδίως πρέσβευε ολόκληρες ιδεολογίες, ταυτιζόταν με ιστορικά γεγονότα και τεράστιες κοινωνικές ομάδες. Άραγε γιατί χάθηκε αυτή η σύνδεση; Μέσα από την εκπομπή προσπαθούσα να θέσω (μεταξύ άλλων) αυτό το πολύ σημαντικό ερώτημα (διότι εκεί παραπέμπεται η «έχθρα» των παραδοσιακών αντιπάλων, που τρώνε κατά τα λοιπά κοινή φάπα στην καθημερινότητα). Αν και ο Γιώργης δεν ήθελε τέτοιες προεκτάσεις, με άφηνε διότι ήξερε πως μίλαγα. Κάποιες φορές πετύχαινα να «εκτρέψω» ολόκληρη την εκπομπή και διαπίστωνα ότι το γούσταρε κι ο ίδιος διότι έβλεπε ότι ο κόσμος μπορεί να ανταποκριθεί και με άλλους τρόπους.
Ένα από τα μείζονα προβλήματα των γηπέδων (που αποτέλεσε και την αφορμή να κόψω το γήπεδο και να μην πηγαίνω και το γιο μου) ήταν και η βία στα γήπεδα.
Ένας από τους πιο συνηθισμένους αφορισμούς μου (στον αέρα) ήταν ότι, μακάρι όλοι αυτοί που ξεσπάνε στα γήπεδα να ξεσπούσαν και με τον τρόπο που πρέπει (και δεν εννοώ τη βία φυσικά) για να αλλάξουν προς το καλύτερο τις ζωές τους. Θα είχαμε σίγουρα μια καλύτερη κοινωνία. Και σίγουρα καλύτερο ποδόσφαιρο. Ακόμα κι εμείς θα απολαμβάναμε διαφορετικά το ποδόσφαιρο και θα εκτιμούσαμε περισσότερο το θέαμα που προσφέρουν οι «εχθρικές» ομάδες, ή θα αναγνωρίζαμε την ωραία ατμόσφαιρα που φτιάχνουν οι «εχθροί» οπαδοί. Μόνο εκτός συνόρων το βλέπαμε έτσι (κι αν). Εντός, έπρεπε να μαχαιρωνόμαστε μεταφορικά ή κυριολεκτικά.
Αυτό το σοβαρό πρόβλημα νοοτροπίας ήταν που δεν επέτρεπε σε πολλούς να αποδεχθούν ότι ο Γεωργίου ήταν απολλωνιστής. «Έπρεπε» να είναι ολυμπιακός, παναθηναϊκός, αεκτζής κλπ. Ήταν αδιανόητο στη μάζα ότι ένας άνθρωπος δεν χρειαζόταν να υποστηρίζει κάποια από τις μεγάλες ομάδες.
Τελικά στην εκπομπή άκουγες κόσμο (που συχνά μπορεί να μην είχε και στον ήλιο μοίρα) να υπερασπίζεται τα εκατομμύρια του τάδε ή του δείνα παράγοντα, διότι -όλα κι όλα- μπορεί να μην έχουμε να φάμε, αλλά σημασία έχει να έρθει ο παικταράς ώστε μετά να μην έχουμε να φάμε με θέαμα (όπως είχα πει μια φορά). Οι στρατιές των φανατικών ή των άμυαλων δεν υπήρχαν μόνο σε οργανωμένους. Υπήρχαν και στο ραδιόφωνο.
Κάποια στιγμή, οι συνθήκες το έφεραν έτσι που σταμάτησα να τηλεφωνώ στην εκπομπή. Ήθελα, αλλά πλέον δεν προλάβαινα. Η οικογένεια είχε μεγαλώσει σε μέλη και τα νέα μέλη, ιδίως, ήθελαν προσοχή. Άκουγα όμως. Κάποια στιγμή σταμάτησε και η παντοκρατορία του Ολυμπιακού: ήδη είχαν στεφθεί πρωταθλήτριες ομάδες η ΑΕΚ και ο ΠΑΟΚ. Αδιανόητο για τους χορτασμένους που ήταν βέβαιοι ότι «κάτι υπήρχε στο παρασκήνιο». Ωραίες εποχές ρε παιδιά, είχαμε λυμένα όλα τα υπόλοιπα προβλήματα…
Την τελευταία φορά που μίλησα με το Γιώργη, και δυστυχώς πάει πολύς καιρός, μεταξύ άλλων του είχα πει και μια διαπίστωση: αν απομονώσεις τα ονόματα, δηλαδή ποιος μιλάει (άρα τι ομάδα υποστηρίζει) θα διαπιστώσεις πως στο συλλογικό ασυνείδητο πρέπει να υπάρχει Το μεγάλο εγχειρίδιο με τις μ@λ@κίες, όπου όλοι επαναλαμβάνουν τις ίδιες, ανάλογα με τη θέση και την κατάσταση που βρίσκεται η ομάδα τους.
Πράγματα που λέγανε παλιά οι ολυμπιακοί, μετά τα έλεγαν οι αεκτζήδες και οι παοκτζήδες. Όπως ίδια τα είχαν πει και οι παναθηναϊκοί στο τελευταίο τους πρωτάθλημα. Μετά, οι ολυμπιακοί που έχασαν την πρωτοκαθεδρία διαμαρτύρονταν ακριβώς με τα ίδια επιχειρήματα που χρησιμοποιούσαν οι προηγούμενοι τα χρόνια που ήταν αυτοί από κάτω και έτσι θα συνεχίζεται εις τον αιώνα των αιώνων, αμήν.
Αν αφαιρούσες τα ονόματα νόμιζες ότι παίζει σε επανάληψη εκπομπή από το ίδιο πρωτάθλημα κάθε έτος! Ίδιες ατάκες, ίδια παράπονα, άλλες φωνές. Ήταν απίστευτο.
Και φτάνουμε στον «κλασικό μαλάκα τον Έλληνα» (ΚΜΕ), κατ’ εμέ τη σοβαρότερη και πλουσιότερη περιεχομένου ατάκα του Γεωργίου. Μια ατάκα που επιβεβαιωνόταν σχεδόν σε καθημερινή δόση, όχι μόνο εντός εκπομπής αλλά και εκτός. Θεωρώ αδιανόητο να ισχυρίζεται κάποιος ότι έχει καταλάβει τι πραγματικά πρέσβευε ο Γεωργίου και να μην αντιλαμβάνεται την ουσία (και τη σπουδαιότητα) αυτής της ατάκας.
Για την θέσω στο κατώτατο επίπεδο ερμηνείας της (δηλαδή το ποδοσφαιρικό), ο ΚΜΕ ήταν αυτός που πάντα του έφταιγε η διαιτησία και ποτέ τα παλτά ή εμφάνιση της ομάδας του, ούτε φυσικά ο πρόεδρος που τους έφερνε.
Είναι ο ίδιος ΚΜΕ που ψηφίζει με ανύπαρκτα κριτήρια αλλά έχει όλες τις απαιτήσεις του κόσμου για το νέο φορ.
Είναι ο ίδιος ΚΜΕ που θεωρεί ότι η μαρίδα (αυτός) μπορεί να συνυπάρξει στην ίδια θάλασσα με τους καρχαρίες.
Είναι ο ίδιος ο ΚΜΕ που πιστεύει ότι αξίζει να βγάλει την οργή του κατά της μάνας ενός φουκαρά με «μαύρα» κρυμμένος μέσα σε μια αγέλη χιλιάδων, όταν ο ίδιος αν πετύχει τον ίδιο «μαυροφορεμένο» έξω μπορεί να μην τολμήσει να του πει καν καλημέρα μη τυχόν και μαζέψει κάνα σβέρκωμα.
Μεγάλο κεφάλαιο ο ΚΜΕ και το χρωστάμε στο Γιώργη που με τόσο απλό, καθημερινό και οικείο τρόπο μας έδειξε και την ύπαρξη και το εύρος του και μας ξύπνησε ώστε να μην έχουμε αυταπάτες.
Ένα απόγευμα, δεν είμαι σίγουρος για το έτος, πιθανώς το 2009, ενώ είχα βγει προηγουμένως στην εκπομπή, με πήρε τηλέφωνο ένα άγνωστο παλικάρι, ονόματι Magnus. Του είχαν κεντρίσει το ενδιαφέρον οι γενικότερες τοποθετήσεις μου και ενδιαφερόταν να συζητάγαμε για ένα ντοκιμαντέρ που είχε κατά νου. Αναφέρομαι στο ντοκιμαντέρ που υπάρχει και στο διαδίκτυο (για όσους το έχουν δει) και είχε μεταδοθεί αρχικά μέσω της ΕΡΤ.
Θα πω κάτι που είχα σχολιάσει και στον αέρα, το οποίο αν και είναι εξαιρετικό, νομίζω ότι αυτό που τελικά βγήκε στο γυαλί, στην πραγματικότητα αδικεί το Γεωργίου διότι δεν έχει σχέση με αυτό που είχε πραγματικά γυριστεί. Κατέληξε να είναι ένα αφιέρωμα στο Γιώργη (λες και το χρειαζόταν), ενώ στην πραγματικότητα είχε ξεκινήσει ως μια καταπληκτική δουλειά σχετικά με το κοινωνικό φαινόμενο της εκπομπής και πως μπορούν να αναδειχθούν σοβαρά προβλήματα μέσα από ένα μέσο όπως το ραδιόφωνο.
Δεν πειράζει, καλή καρδιά.
Ελπίζω κάποτε οι συντελεστές να βγάλουν όλα τα γυρίσματα. Για την ιστορία, μιλούσα για το φαινόμενο της βίας στα γήπεδα.
Όσοι με θυμούνται, νομίζω ότι δεν έχουν ξεχάσει ότι μιλούσα πολύ (αν και όχι ανούσια) και ήταν αδύνατο να κλείσω αν δεν ολοκλήρωνα το συλλογισμό. Ήμουν από τους λίγους ο Γιώργης άφηνε να μιλάνε τόσο (είχε το λόγο του). Θα ήταν προσβολή και για ‘μένα (διότι θα έδειχνα ότι βαριέμαι) αλλά και για τη μνήμη του Γιώργη να μη έγραφα σεντόνι α λα Αποδυτηριάκια για τη συγκεκριμένη πικρή και θλιβερή περίσταση.
Ας έρθουμε λοιπόν σιγά, σιγά στον επίλογο της Ιστορίας. Δυστυχώς, κυριολεκτικά.
Όπως έγραψα στην αρχή, επί μέρες ήθελα να γράψω, αλλά δεν μου έβγαινε. Είναι δύσκολο να αποδεχτείς ότι ένας τόσο οικείος σου άνθρωπος, ένας φίλος επί σειρά δεκαετιών (4 πανάθεμά τες: 90-00-10-20), δεν είναι πια εδώ. Τον Γιώργη τον έβλεπα πιο πολύ ως φίλο, όχι ως «αναλυτή» (διότι θυμίζω ότι ο ίδιος ξεκαθάριζε ότι ουδέποτε υπήρξε δημοσιογράφος).
Όμως είχα ηθικό χρέος να καταθέσω τις αναμνήσεις και τις ευχαριστίες μου, τιμής ένεκεν. Στην κηδεία εξάλλου δεν πήγα. Δεν πάω σε κηδείες γενικά, δεν τις αντέχω. Οφείλω λοιπόν το δικό μου ιδιότυπο στεφάνι σε ένα φίλο.
Θα ολοκληρώσω συνοψίζοντας τι εύχομαι να μου μείνει από το Γεωργίου. Και τονίζω ότι εύχομαι, διότι ο άνθρωπος είναι ένα αδύναμο ον που συνηθίζει να διαγράφει σε βάθος χρόνου τις απώλειες. Και για να το κάνει, συχνά σβήνει και τις αναμνήσεις που σχετίζονται με αυτές. Είναι εντελώς ανθρώπινο, μην μας τρομάζει.
Όταν με είχε ρωτήσει ο Magnus για το αν ανυπομονώ που θα γνώριζα το Γεωργίου από κοντά, η απάντησή μου τον είχε εκπλήξει: είχα απαντήσει ότι δεν ήμουν βέβαιος αν ήθελα να τον γνωρίσω. Ο λόγος ήταν διότι φοβόμουν μη διαπιστώσω ότι ένας άνθρωπος που ενώ θεωρούσα τόσο απλό και οικείο, αποδεικνυόταν ψωνισμένος και υπεράνω.
Τελικά όταν τον γνώρισα από κοντά, συνειδητοποίησα προς μεγάλη μου ανακούφιση ότι είναι ακριβώς το ίδιο όπως ακούγεται από το ραδιόφωνο, εντελώς προσιτός, λαϊκός.
Σε εκείνο το γύρισμα στο εστιατόριο στο Καβούρι, στο τέλος (ενώ είχαμε τελειώσει με τα γυρίσματα και απλώς συνεχίζαμε να τα λέμε, σε μια αποστροφή του λόγου του μας είπε ότι ήταν από τα πιο όμορφα βράδια της ζωής του διότι καθόταν με μια παρέα που αισθανόταν ότι γνώριζε χρόνια. Μάλιστα, θυμάμαι ότι εκείνη τη στιγμή έδειξε εμένα και είπε σε όλους σχεδόν εκστασιασμένος «με αυτόν εδώ γνωριζόμαστε 30 χρόνια και δεν το ήξερα». Δεν πιστεύω ότι περίμενε ποτέ ότι η εκπομπή του θα δημιουργούσε τέτοια σύνδεση με ακροατές.
Εννοείται ότι θα μου μείνουν (και θα μου λείψουν) οι ετυμόλογες και συνήθως εύστοχες ατάκες του. Ακόμα και οι άσχετες που πετούσε, είχαν λόγο (πχ να αποσυντονίσει μια βαρετή συζήτηση για να τελειώνει, δίχως να πρέπει να το ζητήσει ο ίδιος).
Θα μου μείνουν, επίσης, πολλές συζητήσεις που είχαμε, στον αέρα αλλά κυρίως εκτός αέρα. Μόνο στο στούντιο δεν μπόρεσα να πάω ποτέ, αν και μου το είχε ζητήσει πολλές φορές. Δεν πειράζει, μικρό το κακό.
Όπως θα μου μείνουν και πολλές σημαδιακές εκπομπές (πχ για τα -νομίζω- δεύτερα γενέθλια του Sprint με το συναισθηματικό ξέσπασμα του συγχωρεμένου του Σιέμπη, την μουσική εκπομπή του Τάσου, την -κατά τα λοιπά ανούσια αλλά για εμάς τους φανατικούς ήταν ο κόσμος όλος- αποκάλυψη του ποιος είχε βγάλει γνωστό πρόεδρο έξω με εγγύηση και πολλές άλλες).
Όμως προπάντων θα μου μείνει ο τρόπος που με επηρέασε σε πολλά πράγματα και κυρίως για το ότι εξαιτίας του έγινα «φιλαθλαίος». Και είμαι σίγουρος ότι με τον τρόπο του επηρέασε κι άλλο κόσμο, δίχως καν να το γνωρίζει.
Το να ξεκινάς το Φίλαθλο σε μια τόσο μικρή ηλικία (που είσαι ακόμα φανατικός και τυφλωμένος) είναι πάρα πολύ σημαντικό. Ο Γεωργίου, έστω κατά τύχη, μου έδειξε το δρόμο, διότι αυτός ήταν που μου κίνησε την περιέργεια. Όποιος δεν έχει διαβάσει Φίλαθλο ποτέ, ξέρω ότι δύσκολα θα καταλάβει διότι δεν έχει έρθει σε επαφή με τους αρθρογράφους του.
Στη συνέχεια δεν θα κρύψω ότι με βοήθησε ακόμα και η εκπομπή. Πολλές φορές άκουγα από πολλούς να λένε (μετά συγχωρήσεως) μπούρδες και αναλογιζόμουν, ρε λες να ακουγόμουν κι εγώ έτσι όποτε μιλούσα για τα ποδοσφαιρικά; Ή πόσες φορές δεν αναρωτήθηκα αν «ξέφυγα» από την αγανάκτησή μου; Κάπου εκεί κατάλαβα ότι είναι πολύ σημαντικό να προσέχεις το πως εκτίθεσαι στον αέρα. Αυτό δεν αφορούσε μόνο το Γεωργίου, αλλά και τους ακροατές. Και συνειδητοποίησα ότι κάποιες φορές, ακόμα και δίκιο να έχεις, ίσως οι συνθήκες να είναι τέτοιες που να πρέπει να περιμένεις για το πως και πότε θα το εξωτερικεύσεις.
Το Καφενείο ήταν μια εκπομπή που αν την αξιοποιούσες σωστά σε έκανε να δεις τον πραγματικό σου εαυτό μέσα από τα λόγια τρίτων που δεν απευθύνονταν καν σε’ σένα.
Πάνω απ’ όλα όμως θα μου μείνουν όλες οι αναμνήσεις, είναι σίγουρο. Οι φίλοι που γνώρισα μέσω της εκπομπής θα συνεχίσουν να μου τις θυμίζουν. Και όπως δεν έχω ξεχάσει το Sprint FM και τη χαρακτηριστική φωνή του Χρήστου του Σιέμπη, το Φίλαθλο που «σου λέρωνε το μυαλό», τις ατάκες φωτιά, έτσι δεν θα ξεχάσω ούτε το Γιώργη.
Ποτέ δεν πίστεψα ότι ο Γιώργης είχε κατά νου όλη αυτή την πορεία όταν το έστησε όλο αυτό. Λόγο σε κάθε φτωχοδιάβολο (και μάλιστα συγκεκριμένα για το ποδόσφαιρο) ήθελε να δώσει, με μια εκπομπή που όταν ξεκίνησε (το 91) όμοιά της δεν υπήρχε ούτε ως ιδέα (ήταν μια ακόμα καινοτομία του Sprint). Να όμως πως εξελίχθηκε και ο συνεκτικός κρίκος ήταν ο Γιώργης. Με τα καλά του και με τα χούγια του, όπως έχουμε όλοι μας.
Αντίο Γιώργη.
Ή μάλλον…. γεια σου φίλε, ευχαριστώ για την παρέα.
Μήτσος Γαύρος