Δια χειρός του πραγματικού Λοχαγού Κορέλι: Η σφαγή της Κεφαλονιάς |EL COMANDANTE

Λίγο έξω από το Αργοστόλι, σε μιά ήσυχη τοποθεσία βρίσκεται το μνημείο των σφαγιασθέντων από τους Γερμανούς, Ιταλών στρατιωτών, τον «μαύρο Σεπτέμβρη» του 1943. Η γαλήνη του τοπίου, δεν καταμαρτυρά με τίποτα, ότι εκεί, πριν από 78 χρόνια, εκτελέστηκαν με απάνθρωπες μεθόδους πάνω από 9.000 Ιταλοί ένστολοι μαζί με Έλληνες πατριώτες που τους βοήθησαν. Το τέλος του πολέμου, βρήκε την ειρήνη που το διαδέχτηκε, να εξαναγκάζεται -υπό τη χειραγώγηση των νικητών- να βάλει την υπογραφή της, στη λήθη των γεγονότων που εκείνη την εποχή αναφέρονται ως «Η σφαγή της Κεφαλονιάς».

Η ιστορία, ανίκανη να αποκαταστήσει το δίκαιο, αρκέστηκε στο να καλύψει το πρόσωπό της από ντροπή, μπροστά σε μία ακόμη ανίερη συνομωσία, που λάμβανε χώρα για… «το καλό της ανθρωπότητας». Ωστόσο βλέποντας μία γέρικη φιγούρα να στέκεται μπροστά στο μνημείο, αντιλαμβάνομαι ότι βρέθηκαν κάποιοι που αρνήθηκαν να δώσουν άφεση με τη σιωπή τους , σ’ αυτό το έγκλημα…

«Ένας από αυτούς τους ελάχιστους που γλίτωσαν της μήνης των S.S…» μου εξηγεί ο κύριος δίπλα μου, καθώς βλέπω τον υπέργηρο άντρα να στέκεται σιωπηλός μπροστά στο μνημείο, στηριζόμενος από το μαγκουράκι του. Λεπτοκαμωμένος, με το προσώπό του -περιέργως- να μην προδίδει καθόλου την ηλικία του και με τα ανοικτογάλανα μάτια του, κρύα σαν το ατσάλι της ξιφολόγχης, μοιάζει σαν να ψελίζει κάτι μεταξύ προσευχής και χαιρετισμού προς τους νεκρούς συντρόφους του.
Στο θέαμα και μόνο, νιώθω κύματα ανατριχίλας να σαρώνουν τα πάντα μέσα μου…

«Τον γνωρίζετε;» ρωτώ, τον κύριο δίπλα.
«Ναί και μάλιστα πολύ καλά… είναι ο Τζιουζέπε Μπενικάζα, ο πατέρας μου, 96 ετών και από το 1955 μέχρι σήμερα, έρχεται ανελλειπώς εδώ και αποτίει τον δικό του φόρο τιμής στους συντρόφους του…» μου εξηγεί ο γιός του Φρανσέσκο, που σήμερα ζει στις Η.Π.Α. και που προσφέρθηκε ευγενώς, όταν του είπα ότι είμαι δημοσιογράφος, να προχωρήσει στις απαραίτητες συστάσεις και να κάνει τον μεταφραστή, σε μία συνέντευξη που με τον τρόπο που εξελίχτηκε, ένιωσα στο τέλος, την ιστορία την ίδια να μου κλείνει πονηρά το μάτι.


Το χρονικό της σφαγής
Στις 25 Ιουλίου 1943 στην Ιταλία η φασιστική κυβέρνηση πέφτει και ο Μουσολίνι συλλαμβάνεται. Δύο εβδομάδες αργότερα αποβιβάζεται στο Ληξούρι της Κεφαλονιάς, ένα Σύνταγμα της Βέρμαχτ υπό την Διοίκηση του Hans Barge. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1943, μεταδίδεται από το ράδιο, ένα ηχογραφημένο μήνυμα του Στρατάρχη Badoglio, με το οποίο ανακοινώνεται στους Ιταλούς η συνθηκολόγηση («ανακωχή» όπως την είχαν βαπτίσει και οι δύο πλευρές…).

Ακολουθούν μέρες ντροπιαστικής σιωπής από την πλευρά των Ιταλικών Στρατιωτικών Αρχών, προς τις μάχιμες μονάδες τους. Το σκοτάδι αυτής της ατέλειωτης σιωπής, έρχεται να σπάσει η επίδοση του Γερμανικού τελεσίγραφου προς τους Ιταλούς για την παράδοση των όπλων τους. Αμέσως αρχίζουν οι διαπραγματεύσεις των δύο Διοικήσεων. Oι ανώτατοι Αξιωματικοί του Ιταλικού Στρατού δεν έχουν καμία πληροφορία. Δεν ξέρουν αν πρέπει να πολεμήσουν στο πλευρό των Γερμανών ή σε αυτό των Συμμάχων. Η… «ανακωχή» αφήνει τα πάντα να αιωρούνται… Ο Στρατηγός Antonio Gandin, Διοικητής της 33ης Ορεινής Μεραρχίας Acqui περιμένει μάταια «περαιτέρω μηνύματα», «ακριβείς διαταγές», που όμως δεν θα φτάσουνε ποτέ…

Στο μεταξύ οι Γερμανοί αποβιβάζουν ενισχύσεις στην περιοχή Αγία Κυριακή, στην Κεφαλονιά. Αμέσως ο Συνταγματάρχης Ηarald von Hirschfeld της 1ης Μεραρχίας Ορεινού Πολέμου αρχίζει τις… εκαθαριστικές επιχειρήσεις, εγκαινιάζοντας ένα λουτρό αίματος στο νησί. Σύντομα καταφθάνει και η ξακουστή για τις αγριότητές της, Μεραρχία των S.S. “Edelweis”, η οποία μετά την Σερβία, την Αλβανία και την Ήπειρο, θα συνεχίσει το σερί των φρικαλεοτήτων της στην Κεφαλονιά, εκτελώντας αδιακρίτως,  από αξιωματικούς και στρατιώτες μέχρι και τραυματιοφορείς και στρατιωτικούς ιερείς. Η εντολή της μαζικής εξόντωσης, έρχεται απευθείας από τον Χίτλερ… Από τους περίπου 9.000 Ιταλούς που βρίσκονταν στην Κεφαλονιά, μόλις 300 θα ξεφύγουν από τα δόντια του Χάρου, που τα ακονίζει η δίψα των S.S. για αίμα… Ανάμεσά τους, βρίσκεται και ο Τζιουζέπε Μπενικάζα, από το Castronovo της Σικελίας:

«Μας πήρανε όλους και μας πήγανε για εκτέλεση. Εγώ ήμουνα ήδη τραυματισμένος καθώς είχα πληγωθεί από τα θραύσματα της βόμβας ενός Stuka. Μας είχαν όλους καθισμένους κάτω. Από την αιμοραγία του τραύματός μου, άρχιζα να ζαλίζομαι, να τα βλέπω όλα θολά.
Είμασταν γύρω στα 25 με 30 άτομα κι έρχεται ένας Γερμανός και παίρνει από τον καθένα μας τη στρατιωτική του ταυτότητα. Εγώ ήμουνα τόσο νευριασμένος που όταν άπλωσε το χέρι του να κόψει την δική μου από τον λαιμό μου, με όσες δυνάμεις είχα, αντιστάθηκα. Παρά τον πόνο μου σηκώθηκα όρθιος να τον αρπάξω. Μου έδωσε μία σπρωξιά με τον υποκόπανο και με πέταξε κάτω κι έτσι όπως ζαλιζόμουνα από το αίμα που έχανα, έμεινα εκεί. Δεν ξανασηκώθηκα. Ήμουν σε μιά κατάσταση σαν να είχα λιποθυμήσει και να είχα αποκοιμηθεί. Σαν να μην βρισκόμουν εκεί. Καταλάβαινα τί γινόταν γύρω μου, αλλά δεν συμμετείχα σ’ αυτό.

Επάνω εκεί, φωνάζουν οι Γερμανοί «Σηκωθείτε όλοι σας. Φεύγουμε για Αργοστόλι». Με το που σηκώνονται οι σύντροφοί μου, αρχίζουν να τους γαζώνουν με τα οπλοπολυβόλα. Πέφτανε τα κορμιά το ένα πάνω στο άλλο. Όταν τελείωσαν, πέρασε κάποιος με ένα αυτόματο κι άρχισε να πυροβολεί ξανά. Ήταν για την χαριστική βολή. Δεν ήθελαν να την ρίξουν με τα περίστροφα ξεχωριστά στον καθένα, γιατί βλέπετε είχαν κι άλλους να εκτελέσουν σε άλλα μέρη και βιάζονταν…».


Αν είχαμε δυό ζωές, με χαρά θα μας εκτελούσαν ξανά…

«Αυτοί λύσαγαν για αίμα: ακόμα και μετά την χαριστική βολή, κάθισαν 2-3 λεπτά για να δουν αν είχε επιζήσει κανείς. Αν ακούγονταν βογγητά, αν κουνιόταν κανείς… Τίποτα όμως. Τότε κατέφυγαν σε ένα απάνθρωπο τέχνασμα: ένας αξιωματικός τους, φωνάζει:

«Ήρθαν οι τραυματιοφορείς. Όσοι ζείτε ακόμα να βγείτε έξω. Θα σας χαριστεί η ζωή, θα  πάτε σε νοσοκομείο και θα θεωρηθείτε αιχμάλωτοι πολέμου». Δυστυχώς 4-5 το πίστεψαν και προσπάθησαν να σηκωθούν. Δεν πρόλαβαν: τα αυτόματα, τους αποτελείωσαν. Γι’ αυτό σας λεω… αν είχαμε δυό ζωές, με χαρά θα μας εκτελούσαν ξανά…» μου λέει και κάνει μιά παύση, πριν συνεχίσει:

«Για καλή μου τύχη, εγώ παρά το ότι ήμουν μισολιπόθυμος δεν τους πίστεψα. Πώς είναι δυνατόν πρώτα να εκτελείς και μετά να λες ότι χαρίζεις ζωή; Έτσι όπως είχα πέσει κάτω στο χώμα από πριν, με είχαν πλακώσει τα νεκρά κορμιά δύο συντρόφων μου, έμεινα στη θέση μου ακίνητος και γλίτωσα. Βαριά τραυματισμένος, αλλά γλίτωσα. Οι Γερμανοί αποχώρησαν και λίγο μετά, μέσα στην παραζάλη μου, νιώθω κάποιον να μου βγάζει τα άρβυλα και τον κλώτσησα. «Ωρέ, ένας Ιταλιάνος ζει. Βοηθείστε να τον βγάλουμε όξω» άκουσα μιά φωνή.
Ήταν Έλληνες! Με πήρανε στο σπίτι τους στα Φραγκάτα και με κρύψανε. Οφείλω την ζωή μου στον Γιώργο Ραζή που με κίνδυνο της ζωής του με έκρυψε και στον γιατρό τον Νιφοράτο, ο οποίος περιποιήθηκε την πληγή μου και χάρη στις φροντίδες του, έγινα καλά. Να μην παραλείψω να ευχαριστήσω τον Μίλτο Μέσαρη και τον Τάσο Νόδαρο που και σε αυτούς χρωστώ ευγνωμοσύνη, αλλά και σε άλλους που θα πάρει χρόνο να τους πω όλους».

                      – Ακούγεται σαν θαύμα, που σωθήκατε…
Μου γνέφει καταφατικά και όταν ξεπερνάει την συγκίνησή του συνεχίζει:
«Μετά τις εκτελέσεις, οι Γερμανοί ως φαίνεται δεν είχαν χορτάσει εκδίκηση και αίμα. Διέδιδαν παντού ότι όποιος δίνει καταφύγιο σε Ιταλούς, θα εκτελείται επί τόπου μαζί με τον Ιταλό. Ήταν τόση δε η λύσσα τους να βρούνε όσους τους είχαν διαφύγει, που έβαλαν ακόμα και τους Έλληνες στην λογική του «ρουφιανέψτε και ακόμα κι αν κρύβετε κάποιον δεν θα σας πειράξουμε». Κι όμως… κανένας Έλληνας που έκρυβε Ιταλούς δεν βγήκε να μιλήσει, να προδώσει συντρόφους μας. Κανείς! Ήταν κάτι το συγκινητικό. Ήταν η ανθρωπιά, κόντρα στην βαρβαρότητα. Γιατί εκείνες τις ώρες, οι Έλληνες που αδίκως τους επιτέθηκε ο Μουσολίνι -όχι οι Ιταλοί, αλλά ο Μουσολίνι, εμείς δεν είχαμε τίποτα με τους Έλληνες- έθαψαν την πίκρα και τον θυμό τους βαθιά μέσα τους, θαρρείς και την διέγραψαν μονομιάς και μας βοήθησαν. Είχαν καταλάβει από τα όσα έγιναν, τί καθάρματα ήταν οι Γερμανοί και από εχθροί τους, είχαμε γίνει αδέρφια τους… Αυτά είναι τα αλλοπρόσαλλα του πολέμου… Όμως αναρωτηθείτε: πόσοι άλλοι λαοί έκαναν κάτι παρόμοιο; Εγώ δεν ξέρω κανέναν…»


Σύμμαχοι… yok!
Οι Αγγλοαμερικάνοι με το που οι Ιταλοί στρέφονται κατά των Γερμανών, από εχθροί γίνονται σύμμαχοι εν μία νυκτί. Ωστόσο «νίπτουν τας χείρας τους» για την εγκλωβισμένη Μεραρχία στην Κεφαλονία. Θέλουν την Ιταλία στο πλευρό τους, έναντι του επερχόμενου «κόκκινου κύματος» εξ’ Ανατολάς. Δεν την θέλουν όμως ισχυρή στους αριθμούς, όπως ήταν μέχρι τότε. Έτσι, οι Ιταλοί στρατιώτες θα αφεθούν στη μοίρα τους, οι εκλήσεις τους θα αγνοηθούν, και θα αφεθούν να θυσιαστούν απασχολώντας τους Γερμανούς… Οι Άγγλοι θα φτάσουν στο σημείο να μπολκάρουν την αναχώρηση κάθε είδους βοήθειας: δύο Ιταλικά πολεμικά απέπλευσαν με δική τους πρωτοβουλία από το Μπρίντιζι, σε μιά απεγνωσμένη προσπάθεια να βοηθήσουν την Acqui, θα τα αναγκάσουν να επιστρέψουν…
          – Οι σύμμαχοι, με τους οποίους συνθηκολογήσατε και ουσιαστικά σταθήκατε στο πλευρό τους, το τοπικό αντάρτικο, γιατί δεν έκαναν κάτι να σας βοηθήσουν, ενάντια στους Γερμανούς;
«Οι αντάρτες μέχρι τότε, δεν είχαν τον κατάλληλο οπλισμό. Ούτε είχαν και τα κατάλληλα αποθέματα σε πολεμοφόδια για να τα βάλουν με έναν οργανωμένο στρατό, όπως ήταν οι Γερμανοί. Μόνο όταν τους ανοίξαμε τις αποθήκες πυρομαχικών, είχαν πρόσβαση σε καλής ποιότητας υλικό και πολέμησαν στο πλευρό μας, μέχρι που δεν έμεινε σφαίρα σε θαλάμη. Οι Σύμμαχοι με την σειρά τους, ήταν απασχολημένοι με την κατάληψη της υπόλοιπης Ιταλίας. Ήθελαν να τελειώσουν το συντομότερο, για να πιέσουν τον Χίτλερ από Νότο, καθώς ήδη η Βέρμαχτ πιεζόταν από Δυσμάς και εξ’ Ανατολών. Δεν ήθελαν λοιπόν να διαθέσουν δυνάμεις μακριά που εκείνη τη στιγμή τους ήταν πολύτιμες».

– Πολεμήσατε γενναία και αυτό είναι κάτι που οι περισσότεροι ακόμα και σήμερα δεν το γνωρίζουν…
«Ναί. Δεν πολεμήσαμε μόνο γενναία, αλλά και με την ανθρωπιά που έλειπε από τους Γερμανούς. Αποκρούσαμε την αρχική απόβασή τους. Μία από τις 3 πυροβολαρχίες που έβαλε κατά των αποβατικών τους, ήταν υπό την Διοίκηση του Pampaloni. Από το πρώτο κύμα πιάσαμε αρκετούς αιχμάλωτους. Δεν τους εκτελέσαμε. Κι όμως… ποιός ξέρει πόσοι από αυτούς όταν εμείς παραδοθήκαμε, αναγκάστηκαν να εκτελέσουν χιλλιάδες Ιταλούς… Γι’ αυτό σας λεω ότι παρά τα όσα μας έκαναν, εμείς πολεμήσαμε με τιμή».

«Εβγάτε οι πεθαμένοι να μπούμε οι ζωντανοί!»
Η επίσημη ανακοίνωση της Ιταλικής συνθηκολόγησης, βρίσκει 700.000 Ιταλούς διασκορπισμένους σε όλα τα μέτωπα. Από αυτούς, μόνο 2 Μεραρχίες αρνήθηκαν να παραδοθούν: η Μεραρχία “Pinerolo” υπό τις διαταγές του Στρατηγού Infante και η “Acqui” υπό τις εντολές του Στρατηγού Antonio Gandin.
Η “Acqui” είχε δύναμη 12.025 άντρες εκ των οποίων 2.500 περίπου ήταν στο Ανατολικό μέτωπο και 9.500 ήταν στην Κεφαλονιά. Το βάρος της απόφασης για τη συνέχιση ή μη του πολέμου, που πέφτει στους ώμους του Ιταλού Διοικητή της Μεραρχίας των «Αετών» φαντάζει αβάσταχτο. Επρόκειτο για έναν άνθρωπο προς τον οποίο οι άντρες του, έτρεφαν ιδαίτερο σεβασμό, όπως θυμάται ο γέρο-Τζιουζέπε:

«Ο Στρατηγός Gandin ήταν ένας βετεράνος του Ρωσσικού μετώπου, άνθρωπος αυστηρός, αλλά και δίκαιος» θυμάται ο γερο-Τζιουζέπε.
«Στις επαφές που είχε με τους Γερμανούς, του ζητήθηκε να παραδώσουμε τα όπλα μας στην κεντρική πλατεία του Αργοστολίου, περνώντας μπροστά από τους Έλληνες. Ήταν ξεκάθαρο ότι ο Γερμανός Στρατηγός (σημ. Hubert Lanz) ήθελε με αυτόν τον τρόπο να εξευτελίσει και τον ομόβαθμό του, αλλά και όλους εμάς. Ο Gandin εκείνες τις δύσκολες στιγμές, προχωρά σε κάτι πρωτοφανές εν μέσω πολέμου: ζητά την γνώμη των ανδρών του μέσω ενός άτυπου δημοψηφίσματος! Το 93% αυτών που πρόλαβαν να ρωτηθούν ψηφίσε να πολεμήσουμε τους Γερμανούς. Η διαταγή του Gandin αμέσως μετά την «ψηφοφορία» ήταν λιτή και σαφέστατη: «Δεν παραδινόμαστε. Αμυνόμαστε!».

(Σημ. Την άρνησή του να παραδοθεί άνευ όρων, την πλήρωσε με την ζωή του. Οδηγήθηκε στο περίφημο «Κόκκινο Σπίτι» στο χωριό Κεραμιές όπου με συνοπτικές διαδικασίες, εκτελέστηκε χωρίς να περάσει από δίκη, από τους Γερμανούς…).

– Τί ήταν αυτό που έκανε 500 Γερμανούς να επικρατήσουν ενάντια σε 9.000 Ιταλούς;
«Τους Γερμανούς του νησιού τους συλλάβαμε όλους. Όμως το αριθμητικό μας πλεονέκτημα εξουδετερώθηκε γιατί ήρθαν ενισχύσεις από την γειτονική ενδοχώρα. Ήταν άντρες καλύτερα εξοπλισμένοι, εμπειροπόλεμοι ενώ εμείς είμασταν απλά μία δύναμη κατοχής χωρίς μεγάλη πείρα στο μέτωπο και είχαν αεροπορία που εμείς δυστυχώς δεν διαθέταμε. Καταφέραμε όμως να κρατήσουμε τον αγώνα για 9 ολόκληρες μέρες. Οι Γερμανοί έπεσαν πάνω μας με όλη τους την λύσσα. Δεν σεβάστηκαν τίποτα. Βομβάρδιζαν ανηλεώς το Αργοστόλι και τις γύρω περιοχές από την ανατολή ως τη δύση του ήλιου. Πολλοί οι άμαχοι νεκροί…»

– Έχω ακούσει από τους παλιούς, ότι στην προσπάθειά τους να σωθούν από τα Stuka, έμπαιναν μέσα στους μηκυναϊκούς τάφους στα Μαζαρακάτα
«Ναί έτσι γινόταν. “Εβγάτε οι πεθαμένοι να μπούμε οι ζωντανοί” που λένε… Πολλοί κάτοικοι βρήκαν τραγικό θάνατο χωρίς να φταίνε σε τίποτα. Οι δικές μας απώλειες ανέρχονταν στους 1.300 περίπου άνδρες. Αυτοί όμως έπεσαν μαχόμενοι, ενώ 5.000 Ιταλοί με το που παραδόθηκαν σε διάφορα σημεία του νησιού, βρήκαν τραγικό θάνατο από τις απάνθρωπες εκτελέσεις των μέχρι πρότινος συμμάχων τους, που είχαν μετατραπεί, σε δήμιους τους…
Κάποια στιγμή, είτε δεν είχαν αρκετά πυρομαχικά, είτε δεν θέλανε να τα χαλάσουνε στις εκτελέσεις. Κι εκεί ξεδίπλωσαν μία ακόμα σελίδα της βαρβαρότητάς τους: γεμίσανε 3 μεταγωγικά με 1.000 Ιταλούς το καθένα και τους ανακοίνωσαν ότι τους στέλνανε πίσω στην πατρίδα. Μόλις βγήκαν στα ανοιχτά, πυροδοτήθηκαν τα εκρηκτικά και βυθίστηκαν τα δύο. Οι περισσότεροι επιβαίνοντες σ’ αυτά χάθηκαν. Το τρίτο δεν αναχώρησε αμέσως. Είχε έναν Έλληνα Καπετάνιο που κατάλαβε τι είχαν σκαρώσει στα πρώτα δύο οι Γερμανοί και αρνήθηκε να σαλπάρει. Αυτοί του είπαν ότι τα δύο προηγούμενα είχαν προσκρούσσει σε αγγλική νάρκη… Όμως έξυπνος εκείνος είχε παρατηρήσει, ότι αυτά δεν είχαν επάνω τους ούτε έναν Γερμανό όταν σαλπάρανε και δεν ενέδωσε. Αμέτρητα θύματα στον πάτο της θάλασσας… Αδύνατο να το συλλάβει ο νούς ενός υγειώς σκεπτόμενου ανθρώπου…»

– Πόσοι από εσάς γλίτωσαν αυτής της απάνθρωπης σφαγής;
«Λίγοι, πολύ λίγοι. Όσοι αποφάσισαν να ενωθούν με την αντίσταση. Δεν ξεπερνούσαμε τους 300 και κάποιοι ελάχιστοι που πέτυχαν να αποδείξουν στους Γερμανούς, ότι είχαν γεννηθεί σε περιοχές της πρώην Αυστρουγγαρίας. Ήμουν ανάμεσα στους πρώτους, που διέφυγαν στα βουνά. Σκληρή ζωή, πρωτόγονες συνθήκες διαβίωσης και ο Αίνος τον χειμώνα είναι σαν… τις Άλπεις. Κρύο, ελλείψεις, διαρκείς αλλαγές κρυσφήγετων, πολύ πεζοπορία.».

 

 

Χέζε, ω χέζε ελευθεριά…

– Στον ΕΛ.Α.Σ πώς σας δέχτηκαν;
«Από το μίσος που ένιωθα για τα εγκλήματα που έκαναν οι Γερμανοί σε εμάς, εντάχθηκα στον ΕΛ.Α.Σ. Όμως οι δυνατότητές μας όπως σας είπα ήταν περιορισμένες. Στο μεταξύ οι Γερμανοί είχαν εκδόσει μία διαταγή που έλεγε ότι για κάθε νεκρό στρατιώτη τους, θα σκοτώνανε 10 πολίτες. Στο συμβούλιο που έγινε στην δική μου ομάδα, πέτυχα να πείσω τους συντρόφους μου, ότι δεν μπορούσαμε να λερώσουμε τα χέρια μας με αίμα αθώων και ότι θα μπορούσαμε να κάνουμε τον κατακτητή να «πονέσει», με άλλο τρόπο: με σαμποτάζ.
Αρκετοί συμφώνησαν μαζί μου, αρκετοί άλλοι όχι. Ξέσπασε διαφωνία και ξέρετε οι Κεφαλονίτες είναι και θερμόαιμοι… Δεν άργησε να ξεσπάσει ο καβγάς… Δεν το δεχόμουν όλο αυτό. Σηκώθηκα όρθιος κι άρχισα να τραγουδάω τον εθνικό ύμνο» (μου τραγουδάει σε άπταιστα ελληνικά τον «Ύμνο εις την ελευθερία». Τα μάτια μου μπροστά σ’ αυτό το θέαμα, δεν καταφέρνουν να αντισταθούν για πολύ…). «Όταν τελείωσα όλοι ήταν ήσυχοι. “Χαίρετε η ελευθεριά να μας βλέπει έτσι;” τους ρωτάω. Άλλοι είχαν χαμηλώσει το βλέμμα, άλλοι είχαν αγριέψει.

Όχι. Δεν χαίρεται! Χέζε ω χέζε ελευθεριά είναι η περίπτωσή μας, σύντροφοι….” είπε ένας από τους παλιούς ΕΛ.Α.Σίτες “Ο Ιταλιάνος μας έβαλε στη θέση μας. Ντροπή μας ωρέ! κι έτσι πέρασε η γραμμή που είχα και δεν θρηνήσαμε στην περιοχή μας, αίμα αθώων κατοίκων. Όπου βρίσκαμε Γερμανούς, τους κλέβαμε όλπα και εφόδια. Τα κρύβαμε μέσα στα κοφίνια με τα κομμένα ξύλα, με το μαλλί από τα πρόβατα, όπου και όπως μπορούσε ο καθένας και τα μεταφέραμε στα κρυσφήγετά μας».

Πώς καταφέρατε και δεν σας πιάσανε;
«Μου έβγαλαν ταυτότητα. Κανονική… δεν την ξεχώριζες. Λεγόμουν πλέον “Γεώργιος Γαλιατσάτος” κι έτσι μπορούσα να κυκλοφορώ ελεύθερα. Μάλιστα μιά φορά που είχα κατέβει στο Αργοστόλι, ένας Γερμανός περνώντας από μπροστά του, με κατάλαβε και μου μίλησε στα Ιταλικά. Τί κι αν είχε περάσει καιρός… αυτοί ήθελαν να μας εξαφανίσουν όλους. Εγώ που στο μεταξύ είχα μάθει τα ελληνικά, χάρη στη γυναίκα μου, ευτυχώς δεν τσίμπησα το δόλωμα και συνέχισα, σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Ήρθε όμως και με σταμάτησε και συνέχισε να μου μιλάει Ιταλικά. Εγώ έκανα τον… Γερμανό. Με τη βοήθεια ενός διερμηνέα με ανέκρινε επί τόπου.
Εγώ στα ελληνικά του παραπονέθηκα και ζήτησα να μάθω γιατί γινόταν όλο αυτό:
“Γιατί ξανθίζει το μαλλί σου κι έχεις και γαλανά μάτια. Οι Έλληνες δεν έχουν τέτοια χαρακτηριστικά…” μου απάντησε. Όντως το μαλλί μου από καστανό, γινόταν ξανθό το καλοκαίρι.
Και πού ξέρω εγώ από πού κρατάνε οι προγόνοι των προπαππούδων μου… θα μπορούσα να είμαι Γερμανός” του απαντώ μέσω του διερμηνέα “Εσύ πάλι, έχεις καστανά μαλλιά και μαύρα μάτια, και θα μπορούσε να ήσουν Έλληνας. Είσαι όμως Γερμανός…” πάντα. Κι έτσι με άφησε να φύγω…»

– Πότε φύγατε από το νησί;
«Το 1945 με την λήξη του πολέμου. Με την απελευθέρωση η αντίσταση είχε χωριστεί σε δύο ομάδες: στους Κομμουνιστές του ΕΛ.Α.Σ. και στους φιλομοναρχικούς. Οι Ιταλοί κι αυτοί χωρίστηκαν αντίστοιχα. Η ομάδα του Renzo Apollonio τάχθηκε με τις δυνάμεις που υποστήριζαν τον Βασιλιά. Εκείνη του Amos Pampaloni (Σημ.: το πρόσωπο από το οποίο εμπνεύστηκε ο Λουί Ντε Μπερνιέρ, το μυθιστόρημα “Το μαντολίνο του Λοχαγού Κορέλλι”) ήταν με τους Κομμουνιστές. Θέλανε να μείνω στον ΕΛ.Α.Σ. αλλά τους το ξεκαθάρισα: “Εγώ είμαι Ιταλός. 

Δεν έχω καμία σχέση με τις δικές σας πολιτικές διαμάχες. Πώς θα μπορούσα να σηκώσω όπλο εναντίον των ανθρώπων ενός λαού που αγάπησα και που για αυτόν πολέμησα δύο χρόνια;” και ευτυχώς το κατάλαβαν. Δεν μου φέρανε εμπόδια. Αντιθέτως οι Άγγλοι, μου δημιούργησαν προβλήματα…».

Una faccia una razza…
Ο Τζιουζέπε Μπενικάζα, κάνει μιά μικρή παύση. Ο γιός του Φρανσέσκο, που παρεμβαίνει  για να βοηθήσει όπου χρειάζεται, μας εξηγεί ότι λίγες μέρες πριν την έναρξη του πολέμου, είχε έρθει στο νησί, ένα νιόπαντρο ζευγάρι από την Χιλή. Ο άντρας Κεφαλονίτης και η γυναίκα από την Χιλή, αλλά από Κεφαλονίτες γονείς κι αυτή, είχαν έρθει για τον μήνα του μέλιτος. Ξέσπασε όμως ο πόλεμος και δεν μπορούσαν να γυρίσουν πίσω.

«Εγώ δίνω την συνέντευξη…» μου θυμίζει ο 96χρονος “Pepino” και συνεχίζει, ενώ εγώ κι ο Φρανσίσκο γελάμε με το αυθόρμητο της παρέμβασης:
«Όταν αποχώρησαν οι Γερμανοί, ήρθαν οι Άγγλοι και μας είπαν ότι θα μας έστελναν σπίτια μας. Εγώ όμως ήμουνα παντρεμένος με την γυναίκα μου.
Όταν ήρθε η ώρα να φύγω μου λένε: «Εσύ φεύγεις, αλλά η σύζυγός σου δεν μπορεί να σε ακολουθήσει. Είναι διαδικαστικό το θέμα». Τα έχασα, αλλά δεν δυσκολεύτηκα να του απαντήσω:
«Ή φεύγω μαζί με την σύζυγό μου ή μένω εδώ».
«Δεν έχεις χαρτιά για να μείνεις» μου κάνει ο Εγγλέζος.
«Τί λες; Έχω και ελληνική ταυτότητα» του απαντώ και του την δείχνω χαριτολογώντας.
«Χωρίς την Μαρία δεν πάω πουθενά».

– Στο βουνό γνωριστήκατε με την Ελληνίδα σύζυγό σας;
«Γνωριστήκαμε πριν τα γεγονότα. Ήμουνα ο τρομπετίστας της μονάδας μου. Είχα μάθει το όργανο πριν καταταγώ και στον ελεύθερο χρόνο μου έπαιζα τρομπέτα με τις ώρες. Λατρεύω την μουσική. Αυτή μας ένωσε με την σύζυγό μου. Η κυρία από την Χιλή έπαιζε πιάνο και πήγαινα κι εγώ με την τρομπέτα μου και παίζαμε μαζί. Ώρες ατέλειωτες. Η ζωή ακόμα, ήταν χαλαρή. Ο πόλεμος δεν μας άγγιζε τότε. Αυτή λοιπόν με σύστησε στη γυναίκα μου. Ήταν φίλες, βλέπετε. Έρωτας με την πρώτη ματιά, έρωτας ζωής. Πενήντα χρόνια περάσαμε μαζί κι αγαπημένοι».

– Πώς σας δεχθήκανε στην οικογένειά της; Θα πρέπει να τους κακοφάνηκε…
«Ο πατέρας της ήταν ένας ωραίος άνθρωπος, αλλά αρκετά αυστηρός και ιδιαίτερα πιστός στον κώδικα των εθίμων. Δεν γνώριζε τίποτα για τη σχέση μας, μέχρι που της έκαναν συνοικέσιο με κάποιον, ονομάτι Σπύρο, ο οποίος ήταν πολύ γνωστός στο χωριό της και με μεγάλη περιουσία. Τότε ήταν που η Μαρία κι εγώ αποφασίσαμε να μιλήσουμε. Μας πρόλαβαν όμως τα γεγονότα της σφαγής. Όταν ανάρωσα, πήγα και τους βρήκα. Είπα την αλήθεια, καθαρά και τίμια. Το ότι ήμουνα Ιταλός δεν ήταν ό,τι καλύτερο, όπως αντιλαμβάνεστε… Όμως πολεμούσα πλέον στο πλευρό των Ελλήνων κι έτσι ο κυρ-Μενέλαος στο τέλος ενέδωσε λέγοντας ‘Ωρέ τί Έλληνας, τί Ιταλός… Εμείς είμαστε una faccia, una razza’ κι έτσι πήραμε την ευχή του. Όμως ο Σπύρος, ο μέχρι εκείνη τη μέρα εν δυνάμει γαμπρός του, δεν είχε την ίδια γνώμη. Ένα βράδυ, καθώς πήγαινα στο Σανατόριο στον Αίνο, όπου είχαμε το ένα από τα κρυσφήγετά μας, μου έκλεισε τον δρόμο. Από τα διπλανά στενά, δεξιά κι αριστερά, βγήκανε άλλοι δύο, φίλοι του.
«Ε, Τζιουζέπε, τί ώρα είναι;» με ρωτάει προκειμένου να με κάνει να κοιτάξω το ρολόι μου και να αφαιρεθώ για να μου χιμήξουν και να με βγάλουν από τη μέση.
Χωρίς να τραβήξω το βλέμμα μου από πάνω του, σκύβω και βγάζω από την μπότα μου, την Beretta μου και σημαδεύοντάς τον του, απαντώ:
«Είναι η πιo καλή ώρα για να πεθάνεις, Σπύρο!»
Όταν είδαν το περίστροφο, φύγανε και οι τρείς και δεν μας ενόχλησαν ξανά.

– Ήρθε τελικά μαζί σας, στην Ιταλία…
«Με τα πολλά δεν είχαν άλλη επιλογή. Η Μαρία ήταν ήδη 7 μηνών έγγυος στον γιό μου και μας αφήσανε να φύγουμε. Στην Ιταλία όμως είχαμε το ίδιο σκηνικό αντεστραμένο. Φτάνουμε στο Μπάρι, η γυναίκα μου κατεβαίνει χωρίς πρόβλημα, εγώ όχι. Όσοι είμασταν ένστολοι, μας κρατήσανε για καραντίνα και καλά. Πόσο όμως κρατάνε μερικές εξετάσεις… 1, 2, 3 μέρες το πολύ. Εμάς μας είχανε σε ένα νοσοκομείο προορισμένους να μείνουμε 80 ημέρες. Τί είχε συμβεί: επειδή οι Σύμμαχοι δεν είχαν προσωπικό, εμάς μας κρατούσανε να κάνουμε τους νοσοκόμους στους Αμερικανούς και τους Άγγλους που νοσηλεύονταν».

– Και η γυναίκα σας τί έκανε όλο αυτόν τον καιρό;
«Ο Διοικητής, ένας Συνταγματάρχης, μου είπε ότι την είχαν πάει στον Ερυθρό Σταυρό και από εκεί θα την έστελναν στο χωριό μου. Εγώ όμως ένιωθα σαν λιοντάρι στο κλουβί. Ζήτησα να τον δω μιά μέρα και του είπα:
Δεν έχω καμιά δουλειά εδώ. Θέλω να επιστρέψω στην γυναίκα μου και την οικογένειά μου. Πώς μπορείτε να κρατάτε μιά γυναίκα που δεν μιλάει Ιταλικά, δεν μπορεί να συνεννοηθεί στη γλώσσα μας; Ή με αφήνετε να φύγω ή θα σας κάψω όλους ζωντανούς!
Πρέπει να διέκρινε την απόγνωσή μου και να με ένιωσε, γιατί 18 ημέρες μετά, έπαιρνα το τρένο για το χωριό μου στη Σικελία».

– Εκεί λοιπόν ενωθήκατε ξανά με την σύζυγό σας η οποία θα πρέπει να ήταν πολύ φοβισμένη…
«Ναί, η Μαρία είχε ήδη φτάσει στο χωριό μου, το Castronovo. Την είχε παραλάβει από το τρένο η μητέρα μου η οποία ήταν πολύ προκατηλειμένη. Βλέπετε, δύο εβδομάδες πριν, είχε έρθει στο χωριό μας μια άλλη Ελληνίδα, σύζυγος κι αυτή ενός στρατιώτη. Ήταν μία σκληραγωγημένη γυναίκα. Δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφη και έτσι η μάνα μου είχε μείνει με την εντύπωση ότι κάπως έτσι ήταν οι Ελληνίδες στην πλειονότητά τους. Όταν κατέβηκε η Μαρία από το τρένο και την είδε, πέταξε από την χαρά της: “E bellaMa que bella e!” φώναζε και την άκουσε όλος ο σταθμός…
– Διπλά χαρούμενη φαντάζομαι, αφού της άφιξής της, είχαν προηγηθεί εκείνα της δικής σας και ότι είσασταν ζωντανός…
«Όχι, η φαμίλια μου γνώριζε ότι είχα επιζήσει. Όταν μας οδήγησαν στο απόσπασμα, όπως σας είπα μας είχαν πάρει τις στρατιωτικές μας ταυτότητες. Μετά την εκτέλεσή μας, άφησαν τα πτώματα άθαφτα για μέρες. Όμως για λόγους υγείας, αποφάσισαν να τα κάψουν. Έφεραν λοιπόν έναν καθολικό ιερέα, για να κάνει την λειτουργία και σε αυτόν παρέδωσαν τις ταυτότητές μας. Έτσι έμαθαν στο σπίτι μου για τον «θάνατό» μου. Όμως για καλή μου τύχη, ένας σύντροφός μου που είχε γλιτώσει της σφαγής κι αυτός και είχε επιστρέψει πολύ νωρίτερα στην Ιταλία, πήγε στο σπίτι μου και τους διαβεβαίωσε ότι ήμουνα ζωντανός».


«Για τα ιδεώδη της αλήθειας και της δικαιοσύνης!»

Σήμερα (σημ. η συνέντευξη έγινε στις 12/09/2018 οκτώ μήνες πριν πεθάνει) στα 96 του χρόνια ο Giuseppe Benicaza, είναι επίτιμος Δημότης Κεφαλονιάς την οποία επισκέπτεται ανελειπώς κάθε χρόνο από το 1955 μέχρι σήμερα. Παρά το γεγονός ότι κάθεται αρκετό καιρό στο αγαπημένο του νησί, ελπίζει να μπορεί από του χρόνου να έρχεται και να μένει 6 μήνες σ’ αυτό. Εξάλλου όπως λέει κι ο ίδιος η αδελφή του έφτασε τα 102 και δηλώνει βέβαιος ότι θα την ξεπεράσει… Λατρεύει την πατρίδα μας. «Στην Ελλάδα ξαναγεννιέμαι, κάθε φορά που έρχομαι. Εξάλλου, όταν γλίτωσα από τα νύχια του Χάρου, ένιωσα σαν να αναστήθηκα σ’ αυτή τη γη». 

Με εξαίρεση ένα πρόβλημα βαρηκοΐας και το μπαστουνάκι του, με το οποίο απλά υποβοηθάει το βάδισμά του, η ηλικία του δεν τον εμποδίζει να παίζει την τρομπέτα του με περίσσεια υπερηφάνεια στη διάρκεια εορταστικών εκδηλώσεων εις μνήμην των συντρόφων του. Στο πρόσωπό του, δύσκολα θα διακρίνει κανείς έναν άνθρωπο που παρά τις δυσκολίες που αφείδωλα του πρόσφερε η ζωή, σήμερα κοντεύει να νικήσει τον αιώνα…

– Πώς ήταν η ζωή σας πίσω στην πατρίδα σας;
«Δεν υπάρχει παραμυθένια ζωή. Έζησα όμως ευτυχισμένος δίπλα στην Μαρία. Δεν αγάπησα άλλη γυναίκα. Δεν την απάτησα ποτέ. Ούτε καν σαν σκέψη δεν μου πέρασε κάτι τέτοιο από το μυαλό. Της είχα μία ειλικρινή αγάπη. Όταν έφυγε, το 1994 δεν θέλησα να γνωρίσω κάποια άλλη, δεν ήθελα ούτε να ακούσω κάτι τέτοιο. Θεωρώ ότι της έμεινα πιστός όλα αυτά τα χρόνια της απουσίας της, με την στάση μου αυτή.
Πέρασα αρκετές δυσκολίες όπως όλοι μας, αλλά το μυστικό της μακροζωίας βρίσκεται στο να μην σταματάς ποτέ να εξασκείς το μυαλό σου, να ξέρεις να ζεις την ζωή όπως σου έρχεται, να έχεις καθαρή τη συνείδησή σου και να πίνεις ένα ποτηράκι καλό κρασί κάθε μέρα…»
 
          – Έχετε συγχωρέσει μέσα σας, τους Γερμανούς;
Υψώνει τα μάτια αρνητικά προς τον ουρανό: «Δεν βρήκα ποτέ την δύναμη… Πίσω στην Ιταλία, μετά τον πόλεμο δεν κινήθηκε κανείς εναντίον τους. Όλοι ήθελαν να ξεχάσουν. Οι πολιτικοί δεν ήθελαν να χαλάσουν τις νέες ισορροπίες με τους Αμερικάνους, καθώς οι Γερμανοί αμέσως μετά την λήξη του πολέμου, έγιναν Σύμμαχοί τους. Κανείς δεν ζήτησε ευθύνες. Οι περισσότεροι πολιτικοί προσπάθησαν να μην αγγίξουν το θέμα. Μέχρι που ήρθε στην εξουσία ο Sandro Pertini και ξεκίνησε τις διαδικασίες της αποκατάστασης της αλήθειας.

Δεκαετίες αργότερα, το 2014 πήρα τον δρόμο για την Ρώμη, προκειμένου να καταθέσω κατά του Alfred Stork» (σημ. Γερμανού Δεκανέα που συμμετείχε στα εκτελεστικά αποσπάσματα της Κεφαλονιάς).
«Σε κάποιο σημείο της δίκης, ο δικηγόρος του, προσπάθησε να με παγιδεύσει ρωτώντας με “Πόσα ήταν τα θύματα;”. Αν έλεγα έναν οποιονδήποτε αριθμό και δεν συμφωνούσε με τον ακριβή, η υπεράσπιση του Stork θα γινόταν πολύ πιο εύκολη.
Του απάντησα: “Εγώ εκείνη τη στιγμή το μόνο που ενδιαφερόμουν ήταν να σώσω τη ζωή μου κι όχι να μετράω πόσοι είμασταν αιχμάλωτοι. Αυτό ήταν δουλειά των Γερμανών και ο μόνος αρμόδιος να σας απαντήσει είναι ο ίδιος ο κατηγορούμενος. Ο Stork καταδικάστηκε σε ισόβια κι εγώ ένιωσα δικαιωμένος. Όπως είπα και στην κατάθεσή μου, δεν είχα πάει εκεί ούτε για αποζημειώσεις, ούτε επιζητώντας εκδίκηση, αλλά για τα ιδεώδη της αλήθειας και της δικαιοσύνης».

(Σημ.: Η ποινή ποτέ δεν έλαβε χώρα καθώς κρίθηκε ότι λόγω προχωρημένης ηλικίας δεν μπορούσε να την εκτίσει…)

«Οι Γερμανοί θα χάσουν και αυτόν τον πόλεμο»

– Νιώθετε πως υπάρχει δικαιοσύνη σήμερα, σε μία Ευρώπη που η Γερμανία προσπαθεί να επιβάλει τους δικούς της ρυθμούς;
«Μα, το βλέπουνε όλοι, ότι οι Γερμανοί θέλουν να υποτάξουν την Ευρώπη. Όμως ας μην παρασύρετε ο κόσμος. Οι Γερμανοί χάσανε δύο πολέμους. Θα χάσουν κι αυτόν, τον τρίτο τον… ακύρηχτο!»

– Τί σας δίνει αυτή τη σιγουριά;
«Οι λαοί οι ίδιοι. Ποιός είναι μαζί με τους Γερμανούς; Κανείς… Μόνο οι τράπεζες και οι ηγεσίες κρατών που δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά. Ποιούς έχουνε για συμμάχους τους στην Ε.Ε; Αυτό σας καλώ όλους και κυρίως τους νέους να αναρωτηθείτε! Θα δείτε ότι δεν έχουνε κανέναν στο πλευρό τους και εκεί πρέπει να αναθαρρήσετε.
Ο κόσμος δεν είναι μαζί τους. Μόνο οι ηλίθιοι τους ακολουθούν και πραγματικά, για να ακολουθείς ένα μοντέλο που ο πολίτης αντιμετωπίζεται ως μία μονάδα σε ένα σύνολο και όχι ως το επίκεντρο μιάς κοινωνίας, θα πρέπει να είσαι ηλίθιος. Όταν ήρθαμε αντιμέτωποι με τους Γερμανούς στο Παγκόσμιο Κύπελλο» (μιλάει για το 1982) «έλεγα σε όλους ότι οι Γερμανοί είναι καλοί στο να κερδίζουν μάχες, όχι πολέμους. Κι έχασαν. Το ίδιο λεω και σήμερα: κι αυτόν τον “πόλεμο” θα τον χάσουν!»

– Μία τελευταία ερώτηση: πριν έρθω για την συνέντευξη διάβασα αρκετά, σε σχέση με την «σφαγή της Κεφαλονιάς». Κάπου διάβασα ότι με την κυκλοφορία της ταινίας «Το μαντολίνο του Λοχαγού Κορέλι» ο Amos Pampaloni παρουσιάστηκε ύστερα από χρόνια στο νησί, ως ο ήρωας που περιέγραφε η ομώνυμη ταινία. Κρίνοντας από τις απαντήσεις σας και μέσα από αυτόν τον εξαιρετικά ζωντανό τρόπο με τον οποίο τα αφηγείστε, είναι σαν να ξαναβλέπω την ταινία. Δεν σας κρύβω ότι νιώθω μπερδεμένος…

«Ο Pampaloni ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Ήταν ο κεντρικός ήρωας ενός μυθιστορήματος. Yπηρέτησε όντως στην Acqui. Ήταν Λοχαγός του Πυροβολικού. Ήταν ο ένας εκ των δύο Αξιωματικών που διέταξε τον βομβαρδισμό των Γερμανικών αμφίβιων δυνάμεων που έρχονταν εναντίον μας. Με την συνθηκολόγηση, οδηγήθηκε στο εκτελεστικό. Η σφαίρα του εκτελεστικού τον βρήκε στο λαιμό όπου του προξένησε ένα διαμπερές τραύμα. Γλύτωσε και τον περισυνέλλεξαν οι αντάρτες. Πέρασε στην Ήπειρο όπου πολέμησε επί 14 μήνες με τον ΕΛ.Α.Σ. Ωστόσο αντιλαμβάνομαι ότι μπορεί και να μην με πιστεύεις. Ή να μην μπορείς να πιστέψεις ότι υπήρξε κι άλλο πρόσωπο που έζησε αυτά που περιγράφει η ταινία, έτσι;»
– Το πρώτο δεν ισχύει. Το δεύτερο ναί, με μπερδεύει λιγάκι.
Θα σας ρωτήσω ευθέως: είστε ο Λοχαγός Κορέλλι;

«Νομίζω ότι βαθιά μέσα σου ξέρεις την απάντηση… Η ερώτησή σου, γίνεται απλά για να την επιβεβαιώσεις. Όσο για τους αναγνώστες σου… άσε τους ίδιους να βγάλουν τα συμπεράσματά τους. Είναι οι πλέον κατάλληλοι για να καταλάβουν ποιός πραγματικά ήταν ο «Λοχαγός» Κορέλι…».

Έκανα την χάρη στον «Zio Peppino» -όπως τον αποκαλούν στα μέρη του- και δεν επέμεινα να… «μάθω». Όχι μόνο γιατί αυτό επιβάλει η δημοσιογραφική δεοντόλογία, αλλά γιατί η εμπειρία θέλει τον αναγνώστη να διαθέτει ένα κριτήριο, που σπάνια λανθάνει. Το μόνο που μπορώ να πω με σιγουριά, είναι πως η συνέντευξη από αλλού ξεκίνησε και με πήγε εκεί που δεν περίμενα, με έναν εξαιρετικά… κινηματογραφικό τρόπο, δια χειρός… του πραγματικού(;) Λοχαγού Κορέλι.

* Σημείωση: Η συνέντευξη αυτή, έλαβε χώρα τον Αύγουστο του 2018. Ωστόσο, δεν την δημοσίευσα αμέσως. Ο κύριος Benincasa, μου ζήτησε να δημοσιευτεί αυτούσια και ολόκληρη, όταν εκείνος θα είχε φύγει. Τίμησα την μνήμη του “θείου Peppe”, τηρώντας τον λόγο μου. Ελπίζω τώρα να βρίσκεται ξανά ανάμεσα στους παλιούς συντρόφους του και δίπλα στην αγαπημένη του σύζυγο.

EL COMANDANTE

 

Διαβάστε Περισσότερα