Η Φιλική Εταιρεία και τα απόκρυφα σημάδια της
Η Ιστορία θα φέρει κοντά, σε μια ευτυχή περίσταση για τον τόπο μας, και στην Οδησσό συγκεκριμένα, τρεις Έλληνες που θα αναλάβουν το έργο να προετοιμάσουν το έθνος για την Επανάσταση του 1821. Ήταν ο Αρτινός Σκουφάς, ο Πάτμιος Ξάνθος και ο Γιαννιώτης Τσακάλωφ. Και οι τρεις τους φαίνονται να διατηρούν άμεσες ή έμμεσες επαφές με τον «εταιρισμό» της εποχής.
Ο Σκουφάς, για παράδειγμα, είχε ιδιαίτερα φιλικές σχέσεις με τον Κωνσταντίνο Ράδο, ο οποίος ήταν μυημένος στον επαναστατικό καρμποναρισμό, τη μυστική εταιρεία της Ιταλίας που διαπνεόταν από πατριωτικά και προοδευτικά ιδεώδη και λειτουργούσε ως πρότυπο για όλες σχεδόν τις εθνικοαπελευθερωτικές μυστικές ομάδες. Ο Ξάνθος είχε μυηθεί στην τεκτονική στοά της Λευκάδας και ο Τσακάλωφ ήταν ιδρυτικό μέλος του Ξενοδοχείου.
Αφήνοντας κατά μέρος τις έριδες των ιδρυτών για το ποιος είχε την ιδέα για τη δημιουργία των Φιλικών, ο σκοπός όλων τους ήταν η «ανέγερσιν και απελευθέρωσιν του Ελληνικού Έθνους και της Πατρίδoς μας», όπως μας πληροφορεί ο ίδιος ο Ξάνθος. Όσο για την πορεία της στον χρόνο, παραμένει εντυπωσιακή σε όρους ανάπτυξης και στρατολόγησης. Από τα 20 μέλη του διαστήματος 1814-1816, η Φιλική εκπροσωπείται το 1820 σε όλες σχεδόν τις περιοχές της Ελλάδας αλλά και τις περισσότερες ελληνικές παροικίες του εξωτερικού, για να φτάσει στις αρχές του 1821 να μετρά δεκάδες χιλιάδες μέλη!
Τώρα στις τάξεις της υπάρχουν κοτζαμπάσηδες και δημογέροντες, κληρικοί και δεσποτάδες, Φαναριώτες και απλός λαός, πλούσιοι καραβοκύρηδες και πετυχημένοι έμποροι, κλέφτες και αρματολοί κ.λπ. Οι ιστορικοί διατείνονται ότι η διάρθρωση της Φιλικής Εταιρείας στηρίχθηκε στα οργανωτικά πρότυπα των καρμπονάρων και των μασόνων, ως προς τη μυστικιστική λειτουργία πάντοτε. Η ηγετική ομάδα των Φιλικών αποκαλούνταν «Αόρατος Αρχή» και το 1818 μετονομάστηκε «Αρχή των Δώδεκα Αποστόλων». Οι Aπόστολοι της Εταιρείας διασκορπίστηκαν στις περιφέρειές τους και άρχισαν να μυούν τους Έλληνες στους σκοπούς της εθνεγερσίας.
Η όλη δομή ήταν πυραμιδοειδής και στην κορυφή δέσποζε η ηγετική ομάδα, η «Αόρατος Αρχή». Κανείς δεν γνώριζε ούτε είχε δικαίωμα να ρωτήσει ποιοι την αποτελούσαν. Οι εντολές της εκτελούνταν ασυζητητί, ενώ τα μέλη δεν είχαν δικαίωμα στη λήψη αποφάσεων. Η Εταιρεία αποκαλούνταν «Ναός» και είχε τέσσερις βαθμίδες μύησης, τους αδελφοποιητούς (ή βλάμηδες), τους συστημένους, τους ιερείς και τους ποιμένες. Όταν η Εταιρεία μετέφερε το 1818 την έδρα της στην Κωνσταντινούπολη, δημιουργήθηκαν δύο ακόμα βαθμοί: οι αφιερωμένοι και οι αρχηγοί των αφιερωμένων, οι οποίοι επαφίονταν αποκλειστικά σε στρατιωτικούς. Αργότερα οι βαθμίδες συμπληρώθηκαν από τους απόστολους και τον Γενικό Επίτροπο της Αρχής, τίτλος που δόθηκε στον Υψηλάντη όταν αποδέχτηκε την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας (1820).
Οι ιερείς ήταν επιφορτισμένοι με το έργο της μύησης στους δύο πρώτους βαθμούς. Όταν ο ιερέας πλησίαζε κάποιον και σιγουρευόταν για τη φιλοπατρία του, τον κατηχούσε στους σκοπούς της εταιρείας και εκκρεμούσε πλέον ο όρκος. Ο οποίος δινόταν υποχρεωτικά σε κάποιον κληρικό, γι’ αυτό και στις τάξεις των Φιλικών υπήρχαν και πολλοί ιερωμένοι.
«Ορκίζομαι εις το όνομα της αληθείας και της δικαιοσύνης, ενώπιον του Υπερτάτου Όντος, να φυλάξω, θυσιάζων και την ιδίαν μου ζωήν, υποφέρων και τα πλέον σκληρά βάσανα το μυστήριον, το οποίον θα μου εξηγηθεί και ότι θα αποκριθώ την αλήθειαν εις ό,τι ερωτηθώ», επαναλάμβανε ο κατηχούμενος χαμηλόφωνα τρεις φορές. Όταν ολοκληρωνόταν η μυητική διαδικασία, ο νεοφώτιστος έπαιρνε τον βαθμό του βλάμη, αν και ακόμα δεν γνώριζε για τους επαναστατικούς σκοπούς της οργάνωσης.
Η δομή της Φιλικής στηριζόταν σε σημάδια αναγνώρισης και μυστικούς κώδικες, καθώς η μυστικότητα ήταν πρωταρχικής σημασίας για να μην προδοθεί ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας .