Η θέληση για αλλαγή. Γράφει ο EASY RIDER
Στα μαθήματα και σεμινάρια περί διαχείρισης Προσωπικού (management), κάποια στιγμή τίθεται ένα πάρα πολύ ενδιαφέρον ερώτημα στους διδασκομένους: ερωτώνται (έτσι γενικώς) εάν επιθυμούν αλλαγή. Επειδή ο κόσμος έμφυτα υποθέτει πως μια αλλαγή είναι μόνο προς το καλύτερο, συνήθως οι περισσότεροι απαντούν ανεπιφύλακτα «ναι».
Στη συνέχεια, ο καθηγητής ρωτάει, πόσοι από τους ερωτηθέντες επιθυμούν να αλλάξουν και οι ίδιοι προκειμένου να γίνει αυτή η αλλαγή: αποδεδειγμένα απαντούν «ναι» λιγότεροι από το 1/3 όσων απάντησαν προηγουμένως ότι θέλουν αλλαγή. Για την ακρίβεια, η έμφυτη ροπή είναι να μην απαντήσει κανένας «ναι», αλλά είθισται κάποιοι να το κάνουν από ντροπή αφού ούτως ή άλλως είναι ανέξοδη η απάντηση.
Η τάση αυτή του ανθρώπου είναι φυσιολογική και ονομάζεται αντίσταση στην αλλαγή. Θέλει να δει τα πράγματα να καλυτερεύουν, αλλά μόνο αν τον κόπο και την προσπάθεια την κάνουν άλλοι. Θα μπορούσαμε, τιμής ένεκεν, να ονομάσουμε «ελληνική» αυτή την τάση, μιας και μας χαρακτηρίζει ιδιαίτερα ως λαό μια τέτοια νοοτροπία. Για να συνεννοούμαστε, θυμηθείτε απλώς την παροιμία με την κατσίκα του γείτονα. Ας μιλήσουμε, όμως, λίγο για ποδόσφαιρο…
Πριν από πολλά χρόνια, το 1986, σε ένα παιχνίδι ποδοσφαίρου ανάμεσα στον ΠΑΟΚ και τη Λάρισα και που κακώς λέγεται παιχνίδι, διότι μόνο τέτοιο δεν είναι, πέθανε ένας 29χρονος φίλαθλος της Λάρισας. Θυμάστε, υποθέτω, μ’εκείνη τη φωτοβολίδα που του καρφώθηκε στο λαιμό. Ο κόσμος εξέφρασε τον έντονο αποτροπιασμό του μαζί με την οργή και τη θλίψη του, ενώ το εξίσου εξοργισμένο κράτος δεσμεύτηκε ότι θα νομοθετούσε κατά της βίας στα γήπεδα, ότι θα ήταν αμείλικτο κλπ. Ο δε, κόσμος από κάτω επευφημούσε τη λήψη μέτρων κλπ.
Το 1991, ένας ανήλικος (17 ετών) πέθανε σε συμπλοκή πριν αγώνα ανάμεσα στην ΑΕΚ και τον Ολυμπιακό. Πως; του καρφώθηκε μια φωτοβολίδα στην κοιλιά. Ο κόσμος, σοκαρισμένος από το γεγονός, εξέφρασε τον αποτροπιασμό του, την οργή και τη θλίψη του, όπως και το ελληνικό κράτος άλλωστε, το οποίο και δεσμεύθηκε να καταπολεμήσει τη βία στη ρίζα της κλπ.
Το 1993, μαχαιρώθηκε ένας 25χρονος φίλαθλος του Παναθηναϊκού πριν από αγώνα με τον Ολυμπιακό, όταν την έπεσαν στην παρέα του μια αντίστοιχη ομάδα φίλων της αντίπαλης. Ο κόσμος, κρατώντας την ανάσα του, εξέφρασε τον αποτροπιασμό του, την οργή και τη θλίψη του, ενώ το κράτος δεσμεύθηκε (ίσως ως τραγική ειρωνεία) ότι θα βάλει το μαχαίρι στο κόκαλο ώστε να μην ξαναέχουμε τέτοια φαινόμενα βίας.
Το 2007, σε μία από τις εντυπωσιακότερες περιπτώσεις, είχαμε δολοφονία ενός 22χρονου φιλάθλου του Παναθηναϊκού κατά τη διάρκεια γενικευμένης συμπλοκής στη Λεωφόρο Λαυρίου. Το εντυπωσιακό εδώ είναι, ότι ξεκίνησαν δύο μεγάλες μάζες φιλάθλων (με μοτοσυκλέτες), μία από τον Πειραιά και μία από το κέντρο της Αθήνας, δίπλα στη ΓΑΔΑ, δίχως να τους πάρει χαμπάρι κανείς, δίχως (προφανώς) να τους καταγράψει καμία κάμερα κυκλοφορίας. Πήγαν, βρέθηκαν εκεί (στο πλαίσιο ενός αγώνα βόλεϊ γυναικών, παρακαλώ), σφάχτηκαν και διαλύθηκαν. Ο κόσμος, κυριολεκτικά αηδιασμένος, εξέφρασε τον αποτροπιασμό του, την οργή και τη θλίψη του, όπως βεβαίως έκανε και το κράτος, το οποίο δεσμεύθηκε να αντιμετωπίσει το φαινόμενο ώστε να μην έχουμε φαινόμενα βίας.
Το 2011, 21χρονος φίλαθλος δολοφονήθηκε κατά τη διάρκεια συμπλοκής ανάμεσα σε οπαδούς του ΟΦΗ και του Ηροδότου. Όπως είμαι βέβαιος ότι πολύ σωστά μαντέψατε, ο κόσμος εξέφρασε τον αποτροπιασμό του, την οργή και τη θλίψη του, όπως και το κράτος φυσικά, το οποίο και δεσμεύθηκε ότι θα έπραττε τα δέοντα ώστε να μην ξανασυμβεί κάτι τέτοιο.
Το 2014 σε αγώνα ανάμεσα στον Ηρόδοτο και τον Εθνικό, ένας 46χρονος φίλαθλος της δεύτερης ομάδας δολοφονήθηκε μετά από πέσιμο που έγινε κατά τη διάρκεια του αγώνα. Ο κόσμος εξέφρασε τον αποτροπιασμό του, την οργή και τη θλίψη του, ενώ το κράτος δεσμεύθηκε ότι θα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του ώστε να παταχθούν αυτά τα φαινόμενα.
Μην πιστεύετε ότι τα θύματα «εξαντλούνται» στις παραπάνω αναφορές, οι οποίες, βασικά, δεν συμπεριλαμβάνουν καν σοβαρούς τραυματισμούς (όπως πχ οπαδού της ΑΕΚ που έμεινε ανάπηρος σε αγώνα με τον Άρη). Επίσης σίγουρα θα μου διέφυγαν και κάποιες περιπτώσεις. Η ουσία βρίσκεται αλλού: σε όλες τις περιπτώσεις η αντίδραση τόσο της κοινωνίας, όσο και του πολιτικού κόσμου, είναι ακριβώς η ίδια. Η κοινωνία σοκάρεται, κάθε φορά εκ του μηδενός, σαν να μην έχει ξανασυμβεί ποτέ στο παρελθόν το ίδιο φαινόμενο, το δε κράτος πάντα προβαίνει στις ίδιες εξαγγελίες εφησυχασμού με τη δέσμευση ότι θα πράξει όσα πρέπει. Και πάντα έχουμε ανά άτακτα χρονικά διαστήματα την επανάληψη του ιδίου φαινομένου, με την επανάληψη των ίδιων αντιδράσεων.
Μήπως δεν συμβαίνει ακριβώς το ίδιο με τις φωτιές και τις πλημμύρες; Διότι πολλή θλίψη βλέπω πάλι τις τελευταίες μέρες, σε ολόκληρη την κοινωνία και ιδίως στο διαδίκτυο και μου δημιουργείται μια εντύπωση ότι ποτέ δεν ξανακαήκαμε, ποτέ δεν ξαναπνιγήκαμε, ποτέ δεν ξαναθρηνήσαμε θύματα.
Ας πάμε να δούμε τα μέτρα που λαμβάνονται: ένα μέτρο που σίγουρα όλοι θυμόμαστε, είναι το ιδιώνυμο. Πολλοί το επικαλούνται, λίγοι κατανοούν τι ακριβώς είναι το ιδιώνυμο. Για να το πούμε σε απλά ελληνικά, ιδιώνυμο θεωρείται ένα αδίκημα το οποίο αν και έχει ήδη προβλεπόμενη αντιμετώπιση από το νομοθεσία, εμείς (για κάποιον λόγο) θέλουμε αυτή η αντιμετώπιση να είναι αυστηρότερη (πχ αντί για 2 χρόνια με αναστολή να είναι 4 χρόνια δίχως αναστολή). Αυτό τι σημαίνει; Ότι παραδεχόμαστε πως το αρχικό μέτρο δεν εφαρμόζεται και θέλουμε κάποιο αυστηρότερο, με την ελπίδα ότι διά του φόβου της αυστηρότερης ποινής, θα αποθαρρύνει τον κόσμο από το να επαναλαμβάνει το αδίκημα. Κανένας λόγος δε γίνεται ποτέ περί την ανικανότητα των αρμοδίων να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα.
Μια άλλη λύση στην οποίαν έχει προσφύγει το κράτος, είναι η πασίγνωστη απαγόρευση μετακίνησης των οπαδών. Που αποσκοπεί αυτό το μέτρο; Στο να το καλύψουμε κάτω από το χαλάκι. Πως ερμηνεύεται; Ότι δεν μας νοιάζει αν υπάρχει πρόβλημα, αλλά αν σας κρατήσουμε κλειδωμένους στα σπίτια τότε το πρόβλημα δεν θα εμφανίζεται. Μόνο με τη Λ. Λαυρίου δεν πολυλειτούργησε το μέτρο, αλλά μην γινόμαστε υπερβολικοί: τα επικίνδυνα «χημικά» στοιχεία δεν έρχονται σε επαφή, άρα δεν γίνεται «χημική αντίδραση». Κανείς δεν σχολιάζει ποτέ ότι τα «στοιχεία εξακολουθούν να είναι επικίνδυνα. Να επιστρέψουμε στις φωτιές και τις πλημμύρες, που είναι το θέμα των ημερών.
Μήπως δεν ακούσαμε το αντίστοιχο της μετακίνησης οπαδών, να μην βγαίνετε από τα σπίτια σας όταν πλημμυρίζουν οι δρόμοι; Το ακούσαμε. Μήπως δεν μας είπαν οι αρμόδιοι ότι ενήργησαν με απόλυτη επιτυχία; Και αυτό το ακούσαμε. Ακούσαμε μέχρι και ότι κάηκε κόσμος επειδή δεν φορούσαν μακρυμάνικες μπλούζες. Δυστυχώς δεν διευκρινίστηκε, αν πρέπει, ας πούμε, οι μπλούζες να έχουν και λαιμό τύπου ζιβάγκο, ή να είναι μάλλινες, ή να διπλώνουν στα μανίκια; Είναι πολύ σημαντικά ερωτήματα που έμειναν αναπάντητα.
Είμαι βέβαιος ότι κατά βάθος πιστεύετε πως όλη αυτή η συσσωρευμένη ασχετοσύνη, γίνεται κατά λάθος. Ας βάλουμε μια άνω τελεία πριν συνεχίσουμε και να επιστρέψουμε στις πλημμύρες. Άραγε, απάντησε κανείς στο ερώτημα, τι συμβαίνει με όσους είναι ήδη έξω όταν πλημμυρίζει ο δρόμος; Όχι, όμως ευελπιστούμε ότι έτσι θα ελαχιστοποιηθούν οι νεκροί, αν ξαναπαρουσιαστεί το πρόβλημα στη γνωστή του έκταση.
Θέλω να θέσω ένα ερώτημα και απαντήστε ειλικρινά στους εαυτούς σας, δίχως να ψάξετε στο διαδίκτυο: στις παραπάνω περιπτώσεις με νεκρούς λόγω βίας στα γήπεδα, που ανέφερα, θυμάστε κανένα από τα ονόματα; Βάζω και στοίχημα ότι οι περισσότεροι δεν θυμάστε κανένα, άντε κάποιοι να θυμάστε μόνο του πρώτου (ακριβώς επειδή ήταν ο πρώτος και όλοι τον μνημονεύουν ενδεικτικά), ενώ μάλλον πάρα πολύ λίγοι θα θυμάστε περισσότερα από ένα ονόματα. Συνεπώς, τι σας κάνει να πιστεύετε, ότι ο πρόσφατος αποτροπιασμός και θλίψη για την τραγωδία με τα θύματα για τις φωτιές, θα αλλάξει κάτι; Έχει αλλάξει κάτι τόσα χρόνια; Όχι. Άρα γιατί να αλλάξει τώρα;
Ξέρετε γιατί πάντα συμβαίνουν διαρκώς τα ίδια; Διότι πάντα θέλουμε αλλαγή, δίχως ποτέ να είμαστε μέρος της. Θέλουμε η αλλαγή να πιάνει πάντοτε μόνο τους άλλους, θέλουμε οι άλλοι να γίνουν το παράδειγμα που μπορούμε να ακολουθήσουμε αλλά που κατά βάθος δεν θέλουμε να το κάνουμε.
Όταν έρχεται η ώρα να μιλήσουμε (πχ) για τα αυθαίρετα, η συζήτηση ξέρετε που πάει (από το κράτος); Στο πως θα μονιμοποιηθούν. Μόνο μετά από 90+ νεκρούς, θυμήθηκε κάποιος να πει ότι τα αυθαίρετα δεν έπρεπε να υπάρχουν αλλά και αυτό δεν το είπε ούτε επειδή θα το κάνει, ούτε επειδή το πιστεύει: κάποιος (νομίζει ότι) αφουγκράστηκε τον παλμό της κοινωνίας και απλώς πέταξε μια ατάκα στον αέρα, ευελπιστώντας ότι θα περισώσει κάτι (ψηφοθηρικά).
Όταν ο κόσμος διαμαρτύρεται για τα πρόστιμα, δεν διαμαρτύρεται ποτέ επειδή έχτισε αυθαίρετο, μόνο για τα πρόστιμα που επιβάλλονται επειδή το έχτισε. Όταν μιλήσεις σε κάποιον για αυθαίρετο, πάντα σου φέρνει ως παράδειγμα ότι «και ο τάδε έχει κάνει αυθαίρετο, από εμένα θα ξεκινήσεις τα παραδείγματα (τα πρόστιμα κλπ);». Ξέρετε γιατί συμβαίνει αυτό; Διότι όλα καλώς τα κάνουμε ως λαός. Πάντα έτσι γινόταν. Το ότι πτωχεύσαμε ή ότι καιγόμαστε κάθε τρεις και λίγο ή ότι με κάθε νεροποντή γίνονται καταστροφές έχει να κάνει με το γεγονός ότι τα κάνουμε όλα άριστα, σε όλα τα επίπεδα, από την κυβέρνηση μέχρι τον τελευταίο πολίτη.
Όμως, επειδή ο Έλληνας δίνει πάντα το καλό παράδειγμα και δεν είναι φαφλατάς, να ξέρετε ότι έχει ήδη βάλει κάτω τις δράσεις στις οποίες μπορεί να συμμετάσχει και έχει καταρτίσει το σχετικό πλάνο. Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι του δίνεται η ευκαιρία να διορίσει τον γιο του στο Υπουργείο Ανάπτυξης και στην Πυροσβεστική. Που θα το διορίσει λέτε;
Αν κρίνω από την διάχυτη συγκίνηση που έρεε ατελείωτα στο διαδίκτυο από την πρώτη μέρα των πυρκαγιών, θα πρέπει να τον στείλει στην πυροσβεστική, όμως λίγο πριν επιβεβαιώσει όμως την επιλογή θα ακουστεί στο μυαλό του η φωνή της αυτοσυντήρησης που θα του λέει κυνικά «είσαι λακαμάς άνθρωπέ μου; Θες να τον στείλεις να πεθάνει για 800 ευρώ; Σε λίγο θα μας πεις ότι θα τον στείλεις και εθελοντή δασοπυροσβέστη». Και αυτό είναι το σημείο που βρίσκεται το πρόβλημα, ότι η συγκίνηση, ο αποτροπιασμός, η οργή, η θλίψη, είναι συναισθηματικές καταστάσεις που έχουν νόημα μόνο όταν συμβαίνουν σε’σένα. Όταν τις παρακολουθείς να συμβαίνουν σε άλλους, απλώς σου υπενθυμίζουν τι θα μπορούσε να έχει συμβεί και σε’σένα και κάπου αισθάνεσαι ενοχές. Αυτές οι ενοχές δεν ξεπλένονται (πχ) με το να γίνεις εθελοντής, αλλά με το να πας στο Σύνταγμα να ανάψεις ένα κεράκι. Ιδίως δε, όταν η «κίνηση» έχει μαζικότητα, δίνει και μια νομιμοποίηση, μία ορθότητα. Αφού το κάνουν και άλλοι, σωστό θα είναι. Θυμάστε, ας πούμε, τους αγανακτισμένους το 2011; Μέσα σε 6 μέρες αν ήθελαν, θα μπορούσαν να είχαν ρίξει μέχρι και την κυβέρνηση: τόσος κόσμος είχε βγει έξω ακομμάτιστα. Από την στιγμή που δεν το έκανε διότι θα τον φόρτωνε με την ευθύνη της πράξης του, απλώς συνέχισε να πηγαίνει να πίνει το καφεδάκι του στο Σύνταγμα, αντί να πηγαίνουν σε κάποια καφετέρεια. Αυτή είναι η διαφορά στη δράση και τη δήθεν δράση.
Σε λίγες μέρες να είστε σίγουροι πως όλα θα ομαλοποιηθούν, τουλάχιστον μέχρι την επόμενη τραγωδία, φυσικά, είτε αυτή είναι φωτιά, είτε πλημμύρα, είτε δολοφονία φιλάθλου κατά τη διάρκεια επεισοδίων κλπ, όπου θα ανανεώσουμε τον αποτροπιασμό μας, την οργή, τη θλίψη κλπ. Κι αν έχει και νεκρούς, θα θυμηθούμε τα ονόματά τους για λίγες μέρες και μετά στο κουτί της λήθης, όπως όλα τα προηγούμενα.
Μαζί με τους προηγούμενους αποτροπιασμούς, τις θλίψεις, τις οργές, τα ονόματα των νεκρών…
Είμαστε απλώς για τα πανηγύρια, αυτή είναι η πραγματικότητα. Μας φταίει μόνο το στραβό μας το κεφάλι, αλλά δεν διαθέτουμε την απαιτούμενη δόση αυτογνωσίας για να το αναγνωρίσουμε, μα προπάντων δεν διαθέτουμε τη θέληση για αλλαγή. Τη δική μας αλλαγή.