JOKER – ΓΙΑΤΙ ΘΑ ΓΡΑΨΕΙ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΛΛΙΘΕΩΤΗΣ

To “Joker” του Todd Phillips είναι το μεγάλο θέμα των ημερών που έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον όλων. Καλώς ή κακώς είναι κάτι που δεν μπορείς να γνωρίζεις εκ των προτέρων αν δεν σχηματίσεις δική σου άποψη. Η ταινία είναι ξεκάθαρο ότι χτυπάει ευαίσθητες χορδές και θέματα της καθημερινότητας, στρίβοντας το μαχαίρι σε αγιάτρευτες πληγές και κάνοντας τον κόσμο έστω και με τρόπο δυσάρεστο (ή μη πολύ συμβατό αν θέλετε) να κάτσει και να αναρωτηθεί περί ψυχικής υγείας, δυσλειτουργιών ενός χαρακτήρα και ότι υπόκειται στα παραπάνω.

Το μεγάλο όπλο του Phillips σ’αυτή την περίπτωση ονομάζεται Joaquin Phoenix, τον οποίο έστω και μήνες πριν, μπορούμε να θεωρούμε άνετα τον επόμενο δίκαιο κάτοχο του Όσκαρ Ά Ανδρικού Ρόλου, καθώς οτιδήποτε διαφορετικό από αυτό θα είναι το λιγότερο σκανδαλώδες. Να ξεκαθαρίσω ότι από την πρώτη φορά που είδα τον Phoenix μου έβγαλε μία απίστευτη αντιπάθεια, προφανώς όχι για το χαρακτηριστικό κόψιμο που έχει στο πάνω χείλος για το οποίο δεν φταίει ο ίδιος, αλλά γιατί απλά ήθελα να του σκάσω μπουνιά, μου την έδινε η φάτσα του ρε παιδί μου όπως και η δική μου μπορεί να τη δίνει σε πολλούς. Δε μπόρεσα ποτέ όμως να μην παραδεχτώ το πόσο μεγάλος ηθοποιός ήταν ανέκαθεν.

Κι αν στα πρώτα του βήματα μπορεί να φαινόταν άγουρος ή και αφελής στις ερμηνείες του, εκεί που τον προσκύνησα κι έπρεπε ήδη να είχε ένα Όσκαρ ήταν όταν έπαιξε την Αυτού Τεραστιότης Johnny Cash στο “Walk The Line” των James Keach/Cathy Konrad το 2005, αλλά έχασε το Όσκαρ από τον μετέπειτα συμπρωταγωνιστή του το 2012 στο αριστουργηματικό “The Master” του Paul Thomas Anderson, συγχωρεμένο πλέον Philip Seymour Hoffman. O Phoenix παίρνει όλη την ταινία πάνω του και την οδηγεί σε ένα πρωτοφανή προσωπικό του θρίαμβο, ξεκάθαρα μία από τις περιπτώσεις που μπορεί κάποτε να ξεχάσεις την πλοκή και τα παρελκόμενα μίας ταινίας, αλλά ποτέ την ερμηνεία του πρωταγωνιστή της.

Ειλικρινά δε θα μπορούσε να βρεθεί πιο κατάλληλος για το ρόλο και σίγουρα είναι η μεγάλη στιγμή στην καριέρα του Phoenix που κάθε μεγάλος ηθοποιός που σέβεται τον εαυτό του, ξέρει ότι θα έρθει δίκαια, αργά ή γρήγορα. Ο Phoenix έχασε 24 κιλά για την ταινία (!) σε σημείο που όταν τον βλέπουμε να τεντώνεται στον καναπέ του, φαίνονται τα κόκκαλα σε μία εικόνα που δημιουργεί ένα κόμπο στο λαιμό δίχως προηγούμενο. Τι είναι όμως αυτό που κάνει την ερμηνεία και την ταινία μαζί ξεχωριστή και γιατί ο κόσμος θα τα θυμάται για πάντα;

Το φιλμ εκτυλίσσεται στο 1981, όπου ο Arthur Fleck –όπως είναι το όνομα του ήρωα- παλεύει με άνισους όρους να υπερκαλύψει την πάθηση του που του προκαλεί νευρικό γέλιο σε ακαθόριστες στιγμές, μέσα από τη δουλειά του ως (αποτυχημένος είναι η αλήθεια) κωμικός και χρησιμοποιεί την αμφίεση του κλόουν ως σήμα κατατεθέν του. Μέσα από την εξέλιξη της ταινίας, βλέπουμε έναν άνθρωπο που παρά το ότι έχει λόγους που είναι έτσι, έχει όλη την καλή διάθεση να προσαρμοστεί στο σήμερα (το τότε δηλαδή) και να ζήσει μία όσο γίνεται φυσιολογική ζωή.

Έχει κάποιες σταθερές στη ζωή του οι οποίες του δίνουν κίνητρο και συγκεκριμένο μοτίβο λειτουργίας μέσα στη ρουτίνα της καθημερινότητας, όμως από την αρχή βλέπουμε ότι όσο καλή διάθεση και να έχει, υπάρχουν γεγονότα που βίαια τον σπρώχνουν στο να αφεθεί στην τρέλα που υποβόσκει και την οποία παλεύει με νύχια και δόντια να μην αφήσει να βγεί στο προσκήνιο. Η ταινία στα σκάει από την αρχή και ήδη ξέρεις ότι θα οδηγηθεί σε ένα rollercoaster που η φάση είναι «ΠΟΥΤΑΝΑ ΟΛΑ» και που αν έχεις δει ένα σεβαστό αριθμό χιλιάδων ταινιών, το’χεις δει να’ρχεται πριν την ώρα του το σκηνικό χωρίς να διεκδικείς δάφνες ξερολίασης.

Ο Phoenix είναι συγκλονιστικός στον τρόπο με τον οποίο μπαίνει στο πετσί του αντι-ήρωα της ταινίας και το πώς παίζει με όλο του το σώμα πρέπει να είναι παράδειγμα για όλους τους ηθοποιούς εκεί έξω. Φάνηκε ότι πήγε σ’αυτή την ταινία απόλυτα προετοιμασμένος και η απώλεια βάρους του είναι το λιγότερο από τα οποία μπορεί να εξάρει κανείς στη συγκεκριμένη του προσπάθεια. Η αλήθεια είναι ότι η ταινία είναι σχεδόν εγωκεντρική, δε μπορεί κάποιος να πει ότι υπάρχει κάποιος άλλος χαρακτήρας που θα τραβήξει τα φώτα πάνω του, ούτε καν ο μέγιστος Robert De Niro ο οποίος εδώ παίζει τον τηλεοπτικό βολεμένο καρεκλοκένταυρο που έχει την κλασική εκπομπή υψηλής θεαματικότητας στην τηλεόραση και θεωρεί ότι μπορεί να πικάρει κόσμο χωρίς συνέπειες.

Ο Arthur ξέρει ότι έχει θέματα και πηγαίνει σε ψυχολόγο να μιλάει με κάποιον και να εκφράζει τις σκέψεις του. Σε ένα τετράδιο το οποίο μόνιμα κρατάει μαζί του, σε κάποια φάση αποτυπώνεται η πλέον ανατριχιαστική αλήθεια της ταινίας: «Όταν έχεις μία ψυχική ασθένεια, όλος ο κόσμος περιμένει να συμπεριφέρεσαι σαν να μην την έχεις». Θα μάθει από την καλή και την ανάποδη ότι οι άνθρωποι που ανήκουν σ’αυτή την κατηγορία στοχοποιούνται και ότι δεν θεωρούνται ποτέ χρήσιμοι.

Τον Arthur τον εξοργίζει η αδιαφορία του κόσμου, η σκληρότητα της εποχής, και εύστοχα ρωτάει την ψυχολόγο «είναι ιδέα μου ή όλοι γύρω μου έχουν τρελαθεί;» για να του απαντήσει η ψυχολόγος «είναι δύσκολοι καιροί». Η Gotham City υποφέρει από την κατάργηση της μέσης τάξης όπως αφήνεται από το φιλμ να εννοηθεί, υπάρχουν οι πλούσιοι και υπάρχουν και οι φτωχοί που τα βάζουν με τους πλούσιους για την αδιαφορία τους και το χαρακτηρισμό που τους δίνεται ως κλόουν. Έτσι οι πολίτες δε θα διστάσουν να αρχίσουν να διαδηλώνουν με μάσκες κλόουν και με την ατμόσφαιρα απίστευτα ηλεκτρισμένη.

Ο Arthur θα δει τη ζωή του να αλλάζει με τρόπο που δε μπορεί να αντιμετωπίσει όσο καλή διάθεση και να έχει και που όλο αυτό τον ξεπερνάει και τον στρέφει στο  καλά κρυμμένο του alter ego, αυτό του Joker. Υπάρχουν ψίγματα στην ταινία στα οποία θα δείς την απόγνωση στο πρόσωπο του και στην έκφραση του, είτε όταν λέει «Μη με ρωτάς αν κάνω αρνητικές σκέψεις, δεν έχω τίποτα εκτός από αρνητικές σκέψεις» ή το ακόμα πιο ανατριχιαστικό «Δε θυμάμαι να υπήρξα ούτε ένα λεπτό χαρούμενος στη γαμημένη ζωή μου». O Arthur που επίκειται να γίνει Joker μιλάει σε γλώσσα που τσακίζει κόκκαλα.

Κι εδώ έρχεται το μεγάλο θέμα της ψυχικής υγείας και κατά πόσο μπορούμε να εκφέρουμε άποψη γι’αυτήν εκ του ασφαλούς χωρίς να έχουμε περάσει ή έστω να έχουμε σκεφτεί στο 1% το πώς μπορεί να νιώθουν αυτοί οι άνθρωποι μέσα τους. Άνθρωποι οι οποίοι δεν είναι άρρωστοι ή δυσλειτουργικοί  επειδή το θέλουν αλλά επειδή υπήρξε κάποιος λόγος πίσω από αυτό. Δε μπορείς να καθορίσεις την μοίρα σου σε τόσο δυσοίωνο μοτίβο αν κάτι ή κάποιος δεν ευθύνεται γι’αυτό και σίγουρα δεν υπάρχουν οι ίδιες ψυχικές αντοχές από τον καθένα μας στο αν και πως θα αντιμετωπίσουμε συγκεκριμένα πράγματα.

Το θέμα που θίγεται από την ταινία τολμάει να δημιουργήσει καίρια ερωτήματα, που θα ενοχλήσουν, που θα προβληματίσουν και που θα δημιουργήσουν συζήτηση με πολλές και δυνατές διαφωνίες, ενώ και η ροή της ταινίας όσο πλησιάζει προς το τέλος μπορεί να γίνει ως και ανησυχητική σε μία κοινωνία η οποία μπορεί ανά πάσα στιγμή να αποσταθεροποιηθεί και δε χρειάζεται παρά ένα συγκεκριμένο γεγονός που θα ανάψει το φυτίλι και θα τιναχτούν όλα στον αέρα, δημιουργώντας χάος, αναρχία και πλήρη δυσαρμονία χωρίς πολλές ελπίδες αναστροφής του κλίματος. Οι ανατροπές δίνουν και παίρνουν ως το τέλος και η ταινία σε κρατάει στην τσίτα.

Arthur φλιπάρει οδηγούμενος σε μία αυτοκαταστροφή από την οποία πλέον δεν πολυθέλει να ξεφύγει γιατί απλά δεν έχει τίποτα να χάσει και όλα δίπλα του μοιάζουν μάταια. Αυτό είναι που τον κάνει επικίνδυνο ενώ στην πρώτη ανάγνωση αν τον δείς χωρίς τη μεταμφίεση του κλόουν, μοιάζει ένα απλό καθημερινό ανθρωπάκι, το οποίο ωστόσο σίγουρα θα καταλάβεις ότι έχει τα θέματα του. Όταν μάλιστα στο δεύτερο μισό της ταινίας τα «χαστούκια» και για τον Arthur αλλά και για τον μέσο σινεφίλ ανταλλάσονται με ρυθμούς του ξύλου που έπεφτε στα Rocky μεταξύ του Ιταλού Επιβήτορα, του Απόλλο Κριντ, του Κλάμπερ Λανγκ και του Ιβάν Ντράγκο, η άνεση με την οποία κάθεσαι στο σινεμά αρχίζει και γίνεται εχθρός σου.

Ασφυξία, νευρική φαγούρα, βαριές ανάσες, βλέμμα ροφού και πολλά άλλα είναι αυτά που μπορεί να παρατηρήσεις γύρω σου (όπως συνέβη στο σινεμά του Μικρόκοσμου στη Συγγρού που το παρακολούθησα και είδα αρκετούς γύρω μου να μη νιώθουν πολύ ευχάριστα), ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι στην προβολή πριν τη δική μας (το είδαμε στις 23:30 με προηγούμενη προβολή στις 21:20), ούτε ένας δε βγήκε από την αίθουσα έχοντας το χαμόγελο της ταινιάρας που είδε αλλά το βλέμμα όλων ήταν κενό και με έκδηλο τον προβληματισμό.

Το “Joker” δεν είναι καλή ταινία επειδή θα το πω εγώ ή κακή επειδή θα το πεί αυτός/ή που διαφωνεί μαζί μου, αλλά είναι ταινία που αξίζει σίγουρα να αφιερώσει κάποιος 2 ώρες από τη ζωή του για να δει. Φυσικά έχουν βγει πολύ καλύτερες ταινιάρες και θεωρώ υπερβολή ως ιεροσυλία να βλέπω απόψεις τύπου «η καλύτερη ταινία της 20ετίας» ή «η καλύτερη ταινία όλων των εποχών». Ο ίδιος ο Phillips ή ακόμα κι ο Phoenix θα ήταν οι πρώτοι που θα διαφωνούσαν μ’αυτό. Ωστόσο τόσο ο σκηνοθέτης όσο και ο βασικός πρωταγωνιστής έχουν πετύχει κάτι το αξιοθαύμαστο κατ’εμέ.

Στη λογική ότι την ιστορία του Joker την ξέρουμε από την πρώτη ταινία Batman όπου ο τότε Joker, Jack Nicholson πεθαίνει στο τέλος και το καλό θριαμβεύει του κακού, είχαμε ενδιάμεσα το “The Dark Knight” του Christopher Nolan να μας παρουσιάσει έναν άλλο Joker, αυτόν του καταπληκτικού επίσης συγχωρεμένου Heath Ledger στο ρόλο που τον οδήγησε στην τρέλα επειδή μπήκε τελείως μέσα σ’αυτόν και εν συνεχεία, στην αυτοκτονία του. Ο Ledger ήταν ο σκληρός καριόλης που απλά έχει την δύναμη, την τεχνογνωσία και την τρέλα να τα κάνει όλα χάος επειδή απλά μπορεί κι επειδή θέλει όλος ο κόσμος να υποφέρει επειδή υπέφερε εκείνος.

O Joaquin Phoenix, θα γίνει ο δεύτερος άνθρωπος που παίζοντας τον Joker, θα κερδίσει το Όσκαρ, καταφέρνοντας το ίδιο με τον Heath Ledger. Δίνει τη δική του εκδοχή σ’αυτόν τον ταλαιπωρημένο από την ίδια τη ζωή χαρακτήρα και σαν pre-prequel που είναι, βλέπουμε το πώς ένας ήσυχος και άρρωστος άνθρωπος που θέλει να επιβιώσει στον κόσμο, μετατρέπεται από την κοινωνία στον Joker, στο στάδιο που αρχίζει και έχει συναίσθηση ότι θέλει να γίνει ενοχλητικός μέχρις εσχάτων, αλλά δεν έχει γίνει ακόμα ο σκληρός καριόλης που ήδη έχει γίνει ο Ledger στο “The Dark Knight”.

Ο Joker του Joaquin Pheonix είναι ο πιο ανθρώπινος από όλους, δε φοβάται να δείξει τα συναισθήματα του, δε φοβάται να φανεί ευάλωτος, δεν ξεχνάει ακόμα και στη στιγμή της στιγμιαίας φρίκης που τρώει να μείνει δίκαιος και να μην ξεχάσει αν και ποιος του φέρθηκε καλά εξ’αρχής και δεν διστάζει να πάρει αποφάσεις που θα σοκάρουν αφού πρώτα ο ίδιος έχει υποστεί μαζεμένα όλα τα σοκ που δεν θέλει κανείς άνθρωπος να του συμβούν. Είναι άξιο αναφοράς πως μετατρέπεται σε σύμβολο ενώ ξεκαθαρίζει ότι δεν τον ενδιαφέρει οποιαδήποτε πολιτική ή ομαδική συσχέτιση με οποιονδήποτε, αλλά αντίθετα βγάζει πόνο για τον τρόπο που αντιμετωπίζονται οι ευπαθείς ομάδες.

Στην εμβληματική σκηνή του έργου, ο Joker κατεβαίνει τα σκαλιά που στη διάρκεια του έργου με το ζόρι ανεβαίνει, αποκαμωμένος από τη ρουτίνα της καθημερινότητας, ψυχικά και σωματικά κουρασμένος. Το κατέβασμα των σκαλιών είναι η προσωπική δικαίωση των κόπων μιας ζωής για τον Joaquin Phoenix, σε μία σεκάνς που δε θα ξεχαστεί ποτέ, που σε πείθει ότι το έχει χάσει και χαίρεται με αυτό και αρχίζει μία νέα ζωή, ενώ τα σκαλιά κάποτε έχουν χρησιμοποιηθεί στο πρώτο Rocky ως σύμβολο της προσπάθειας του αιώνιου αουτσάϊντερ να φτάσει στην κορυφή.

Εδώ ο Phoenix τα κατεβαίνει χορεύοντας και μαζί του όλη του η ζωή βρίσκεται σε κάθοδο προς ένα μονοπάτι χωρίς γυρισμό για το οποίο ο ίδιος έχει πάρει συνειδητά την απόφαση του, μια και η ζωή που (δεν) έζησε του φέρθηκε με το χειρότερο τρόπο. Το φιλμ περιέχει προβληματισμό, ωμή και ισχυρή βια, μηνύματα που οι μπαχαλάκηδες μπορεί να χρησιμοποιήσουν μελλοντικά για να πράξουν κάτι ανάλογο με το χάος που δημιουργείται και ερωτήματα γύρω από τις λεπτές ισορροπίες της ζωής. Θεωρώ ότι τα θέματα θίγονται σωστά και σε βάθος και γι’αυτό η ταινία θα μείνει στην ιστορία αν όχι ως μία από τις καλύτερες, μία από τις ευστοχότερες όλων των εποχών.

 

Υ.Γ.:Πέραν της πλάκας, δεν έχει υπάρξει τα τελευταία… πάρα πολλά χρόνια ποιο «Όπως με γαμήσατε, τώρα θα σας γαμήσω εγώ» σκηνή όπως η προαναφερθείσα, τέτοιο συναίσθημα σου βγάζει και στο τέλος, το χειρότερο είναι ότι χαίρεσαι ως ένα βαθμό με όσα γίνονται.

Το βίντεο που θα συνοδεύσει το κείμενο, είναι για ένα δίσκο που αποτελεί αληθινή ιστορία και που μέσα από την απώλεια του πιο αγαπημένου του προσώπου, ο πρωταγωνιστής στην ιστορία του δίσκου σιγά-σιγά βυθίζεται σε ισχυρά επίπεδα τρέλας μέχρι κι ο ίδιος να πεθάνει ως λύτρωση από τον πόνο που του προκλήθηκε. Ο τρανός τραγουδιστής των NEVERMORE, Warrel Dane, κάποτε έχασε την αγαπημένη του λόγω μίας θρησκευτικής αίρεσης και για πολλά χρόνια, έβλεπε τη σκηνή που πνιγόταν μπροστά στα μάτια του και άκουγε την φωνή της να τον καλεί πρώτα να τη σώσει και μετά να πάει να τη βρεί. O Warrel Dane πέθανε στις 13 Δεκεμβρίου του 2017 τελικά και όλοι οι οπαδοί του, όσο και να θρηνούμε για την απώλεια του, ευχόμαστε βαθιά μέσα μας να βρήκε εκεί ψηλά την αγάπη της ζωής του και να λυτρώθηκε η ταλαιπωρημένη του ψυχή…

 

Διαβάστε Περισσότερα