Kολομβία: το μόνο πρόβλημα όταν την επισκεφθείς, είναι ότι δεν σου κάνει καρδιά να φύγεις…

Όταν ο αρχισυντάκτης μου, πληροφορήθηκε για το επικείμενο ταξίδι μου στην Κολομβία και μου ζήτησε να γράψω ένα κομμάτι για αυτήν την πραγματικά πανέμορφη πατρίδα, αρχικά προσπάθησα να το αποφύγω, πετώντας την μπάλα στην… εξέδρα. Ίσως γιατί δεν μπορώ μέσα από ένα μάτσο γραμμές, να περιγράψω τα όσα έχω ζήσει, όλες αυτές τις φορές που έχω επισκεφτεί την χώρα του καφέ. Ίσως πάλι γιατί θεωρούσα ότι δεν θα ήμουν αντικειμενικός (ούτε ως πρός στα καλά της, ούτε ως πρός τα κακά της…).

Ωστόσο, επειδή δεν ήταν η πρώτη φορά, που θα ταξίδευα Κολομβία (έχω παέι 16 φορές από το 2008 μέχρι σήμερα), δύναμαι να την γνωρίζω πολύ καλά από όλες της τις πλευρές και τολμώ να πω ελεύθερα ότι την νιώθω ως δεύτερή μου πατρίδα.  Αγαπώ τις ομορφιές της (και είναι πλούσια από τέτοιες…).

Απεχθάνομαι το μεγάλο της μειονέκτημα: την ασέβεια που γενικώς χαρακτηρίζει τον λαό της, σε όλα σχεδόν τα επίπεδα. Δεν χορταίνω μιά… μοναδικότητά, που βγάζει σε πολλούς τομείς και την κάνει ξεχωριστή και αξιαγάπητη.
Αδυνατώ να χωνέψω την κουτοπονηριά και την υποκρισία, που τους διακρίνει (χαρακτηριστικά που δυστυχώς φέρνουν Έλληνες και Κολομβιανούς πολύ κοντά…). Λατρεύω την δύναμη της μητέρας φύσης, που κυριαρχεί σε όλη της την επικράτεια.


Την αβίαστη χαρα του κόσμου, που παρά τις δυσκολίες της καθημερινότητας, κρατάει (μου παραμένει άγνωστο το πώς) πάντα ψηλά τη διάθεσή του.
Μου φτιάχνει την μέρα, να βλέπω παντού τριγύρω μου, αμέτρητες πανέμορφες γυναίκες (ευτυχώς μπορώ -ακόμα- να το γράψω αυτό, καθώς η γυναίκα μου δεν ξέρει να διαβάζει ελληνικά…) που πραγματικά, σε κάθε πέρασμά τους, σου αφήνουν μιά αύρα που σου ξυπνάει τις αισθήσεις εκείνες που σε κρατάνε… διαχρονικά νέο.

Απολαμβάνω την ζωντάνια που επικρατεί παντού, όπου κι αν βρεθείς.  Την μουσική που δεν σταματάει ποτέ να παίζει. Την διάχυτη τάση αντιμετώπισης όλων των δυσκολιών, με γνώμονα την αλεγκρία και το θετικό πνεύμα… Ένα χαρακτηριστικό τους που εμείς ίσως να το εκλαμβάναμε ως… αναισθησία. Οι ίδιοι όμως, το θεωρούν στάση ζωής, κάθώς για τους Κολομβιανούς, «δεν υπάρχει λύπη που να κρατάει 100 χρόνια»…


Και πάντα, σε κάθε μου ταξίδι, σ’ αυτήν την πραγματικά ευλογημένη χώρα, σκεπτόμενος αυτήν την τελευταία παράγραφο, πιάνω τον εαυτό μου, να βγάζει την ετυμηγορία του, ως πρός το γιατί μου κάθε φορά που την επισκέπτομαι, καταλήγω να την αγαπώ ακόμα περισσότερο: «Σου αρέσει τόσο πολύ, γιατί σου θυμίζει την Ελλάδα άλλων εποχών, την Ελλάδα στην οποία μεγάλωσες κάποτε και που πλέον έχει αρχίσει να σβήνει…». Κι έχει δίκιο…

Δέχτηκα λοιπόν την πρόκληση, να γράψω για την Κολομβία, για ένα και μόνο λόγο: γιατί αυτή τη φορά, ανάμεσα στους προορισμούς που είχε το πρόγραμμά μου, ήταν μία πόλη που δεν είχα πάει ποτέ. Έτσι, αποδέχτηκα να γράψω κάποια πράγματα, που μεν θα είχαν να συνοψίσουν όλα όσα έχω ζήσει σ’ αυτά τα ταξίδια μου, πλήν όμως θα είχαν έναν αέρα… φρεσκάδας, καθώς στο Medellin, θα πήγαινα για πρώτη φορά.

Medellin: μιά πόλη… ΜΕΤΡΟ και υπόδειγμα
Πρόκειται για την δεύτερη, σε πληθυσμό πόλη της Κολομβίας. Για πολλοστή φορά, εκπλήσομαι από την αγάπη και τον σεβασμό που τρέφουν οι Κολομβιανοί (από την εποχή της ανεξαρτησίας τους μέχρι σήμερα) απέναντι σε κάθε τί ελληνικό, όταν αντιλαμβάνομαι ότι το Medellin, βρίσκεται σε έναν νομό, που φέρει ένα κλασσικό ελληνικό όνομα: Antioquia (Αντιόχεια)…


Είχα ακούσει να την περιγράφουν ως την ομορφότερη πόλη της Κολομβίας. Οι περιγραφές που είχα στη διάθεσή μου ωστόσο, προέρχονταν από τους κατοίκους της. Στην υπερβολή, έχω μάθει να κρατάω μικρό καλάθι. Δεν διαψεύστηκα: ναί, πρόκειται για μιά σύγχρονη, πολύ καλά οργανωμένη πόλη, με έμφαση στις ανάγκες των πολιτών της, όχι όμως η… «ομορφότερη». Για μένα, αυτόν τον τίτλο τον κέρδισε (και στα μάτια μου τον διατηρεί μακράν μέχρι τώρα) η παραλιακή πόλη της Cartagena de Indias.

Το Medellin ωστόσο, αποτελεί μακράν, μία πόλη-υπόδειγμα. Ελέω… διαθέσιμων οικοδομήσημων εκτάσεων, τα γύρω βουνά, έχουν γεμίσει με σπίτια μέχρι τις κορυφές. Σαν να είσαι δηλαδή στην Αθήνα και να μην μπορείς να δεις ούτε… πέτρα από τον Υμμητό και την Πεντέλη, καθώς έχουν γεμίσει σπίτια… Κοσμοπολίτικες γειτονιές, σύγχρονα εμπορικά κέντρα, ένα ποτάμι που δεν μπαζώθηκε ποτέ και παρά τις κατά καιρούς βροχές, δεν ξέρουν τί θα πει… «πλημμύρα»… συμβιώνουν όλα μαζί, δίπλα σε φαβελουπόλεις, αλλά και σύγχρονους δρόμους και Μέσα Συγκοινωνίας.

Όλα αυτά, σε συνδυασμό με ένα κλίμα που 365 μέρες τον χρόνο, χαρακτηρίζεται από ηλιοφάνιες που δεν ξεπερνούν τους 24 βαθμούς και μιά ελαφρά ψύχρα την νύχτα, που αρκεί μία λεπτή ζακέτα για να την αντιμετωπίσεις, συνθέτουν την εικόνα που δικαιολογημένα χαρακτηρίζει την «πόλη της αιώνιας άνοιξης», όπως είναι το παρατσούκλι του Medellin.

Είναι η μόνη πόλη σε ολόκληρη τη χώρα που διαθέτει ΜΕΤΡΟ. Και δεν μιλάμε για ένα υποτυπώδες ΜΕΤΡΟ, αλλά για έναν Μέσο Συγκοινωνίας, που άνετα στέκεται απέναντι στα αντίστοιχα Ευρωπαϊκά. Πρόκειται για ένα ένα ισχυρό δίκτυο, εξυπηρετούμενο από ταχύτατα βαγόνια, αλλά και… τελεφερίκ (4 ατόμων). Μάλιστα το ταξίδι (σε αυτό το τελευταίο), ανταμοίβει με μιά άνευ προηγουμένου θέα, ενός μεγάλου μέρους της πόλης από ψηλά.

Πάραυτα, ένα από τα αξιοπερίεργα του σιδηροδρομικού της δικτύου, είναι το γεγονός ότι δεν βλέπεις συχνά ηλικιωμένους να χρησιμοποιούν το μετρό. Οι 2 στους 10 να ήταν κάποιας περασμένης ηλικίας. Επίσης, σε μία χώρα που το να σε πλησιάζουν επαίτες (χωρίς ποτέ να είναι επικίνδυνοι, φορτικοί ή επίμονοι), αποτελεί καθημερινό φαινόμενο, δεν θα δεις ούτε έναν μέσα στο ΜΕΤΡΟ ή στα λεωφορεία γενικότερα, να ζητιανεύει.

Συρμοί διαθέσιμοι σχεδόν κάθε 5-7 λεπτά. Προσωπικό που βρίσκεται… απίκο σε ΟΛΕΣ τις στάσεις έτοιμο να εξυπηρετήσει το κοινό. Αστυνομικοί σε κάθε σταθμό! Η αίσθηση ασφάλειας εντός δικτύου, είναι κάτι παραπάνω από διάχυτη. Είναι… χαλαρωτική. Το ενδεχόμενο κάποιος να σε κλέψει εντός του τρένου, αποτελεί μιά μάλλον εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση.


Τα τρένα εσωτερικά, λόγω της πρόσφατης επιδημίας έχουν συγκεκριμένες θέσεις ακόμα και για τους όρθιους. Εστιγμένες σε συγκεκριμένα σημεία στο πάτωμα με μπογιά και παρά το γεγονός ότι οι Κολομβιανοί, δεν φημίζονται καθόλου για τον… σεβασμό τους, τηρούν τις θέσεις αυτές. Αν είναι ώρα αιχμής, φυσικά αυτό το μέτρο, πάει… περίπατο. Όμως υπάρχουν αυτές οι εστιγμένες θέσεις, που μπορεί να κάτσουν οι όρθιοι, όπως επίσης και διαφημιστικές καμπάνιες παντού, με επιγραφές τύπου:


«Άξιζε τον κόπο τελικά. Σας ευχαριστούμε όλους» (σημ.: το δικό μας κράτος-δυνάστης που ανάγκασε τον κόσμο να κλειστεί στα σπίτια του, ψάχνει ακόμα στα λεξικά, για να βρούμε την λέξη «ευχαριστώ» και να του την απευθύνει…).

Το κόστος του εισιτηρίου (ενιαίο), ανέρχεται στα περίπου 0,65 σεντς του ευρώ. Εισιτήρια τυπωμένα σε χαρτί δεν υπάρχουν, για λόγους καθαρά οικολογικούς. Όλες οι μετακινήσεις γίνονται με ηλεκτρονική κάρτα, που την αγοράζεις για 1,25 σεντς και «φορτώνεις» επάνω της όσα εισιτήρια θέλεις.
Παντού βλέπεις προσωπικό καθαρισμού, που καθαρίζει σαν μανιακό, κάθε 3 και λίγο ό,τι βρει μπροστά του: σταθμούς, εσωτερικό τρένων (πρώτα μπαίνουν μέσα και ψεκάζουν με αντισηπτικό και μετά ξεκινάει το τρένο).

Στην είσοδο κάθε σταθμού, τοποθετημένοι νιπτήρες, πλήρως εξοπλισμένοι με υγρό κρεμοσάπουνο και χαρτί και δίπλα δοχείο με αντι-βακτηριδιακό! Γύρισα την πόλη με το ΜΕΤΡΟ, δεν βρήκα ούτε μισή φορά, έναν νιπτήρα χωρίς σαπούνι ή χαρτί για να σκουπίσεις τα χέρια σου. Αν όπως λένε, η καθαριότητα, είναι… «μισή αρχοντιά», τότε η άλλη μισή, είναι παρούσα απ’ άκρη σ’ άκρη, σε όλα τα σημεία του δικτύου. Σε βαθμό που σε κάνει να… ντρέπεσαι να περπατήσεις ξυπόλητος.


Όσο για τις… καταστροφές: οι βανδαλισμοί, τα γκράφιτι, τα συνθήματα, η έκφραση της… άκρατης βλαχομαγκιάς, είναι άγνωστες λέξεις, εκεί μέσα.
Με δυό λόγια: οι καθ’ ημάς… «τριτοκοσμικοί» μας… αντιγράφουν (μα σε όλα όμως…).

Η… μεγάλη των μπάτσων Σχολή
Μεγαλη εντύπωση για πολλούς και διάφρους λόγους, μου έκαναν οι αστυνομικοί. Καταρχήν είναι όλοι τους εξοπλισμένοι σαν… «αστακοί». Ζωσμένοι στο χακί, με σπρέυ, αλλά και χειροβομβίδες δακρύων, περίστροφο, γκλομπ τύπου “Tonfa” και αυτόματο όπλο ανά χείρας. Δύσκολο να τα βάλει κανείς μαζί τους… Όχι ότι δεν υπάρχουν αυτοί που θα φροντίσουν να κάνουν τα νταβαντούρια τους. Σε διαδηλώσεις όμως και όχι μεμονωμένα.

Η Κολομβιανή κοινωνία, είναι χωρισμένη σε δύο… στρατόπεδα, ως πρός αυτό το θέμα: υπάρχουν οι γνωστοί «μπαχαλάκηδες» που δεν θέλουν να βλέπουν τους… «πράσινους νάνους» (όπως είναι το παρατσούκλι των αστυνομικών) ούτε… ζωγραφιστούς. Υπάρχουν οι άλλοι μισοί, όχι μόνο υποστηρίζουν τα όργανα της τάξης, αλλά τα έχουν και πολύ ψηλά στη συνείδησή τους. Στο μόνο σημείο που όλος ο κόσμος συντάσσεται δίπλα ο ένας στον άλλον, είναι στο θέμα των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας. Εκεί, σύσσωμος ο λαός, στηρίζει αμέριστα τα τρία Όπλα, προβαίνει σε εκδηλώσεις λατρείας και συχνά-πυκνά τους αποκαλεί «ήρωες». Είδα μπροστά στα μάτια μου, φαντάρο να μπαίνει σε μαγαζί και να τον ρωτάει η καταστηματάρχης γεμάτη σεβασμό:
«Τί θέλει ο ήρωάς της πατρίδας μας;».


Η σύγκριση με την αντίστοιχη… εκτίμηση που τρέφουν κάποιοι στην πατρίδα μας, τα τελευταία χρόνια πρός το Στρατιωτικό προσωπικό (μόνιμους και κληρωτούς) της χώρας μας, ήταν ΛΥΠΗΡΑ αναπόφευκτη…


Ένα άλλο στοιχείο που με εντυπωσίασε στα αστυνομικά όργανα (και  -δεν το κρύβω- δεν έχω ιδιαίτερη συμπάθεια πρός το συγκεκριμένο επάγγελμα) ήταν η ευγένειά τους. Είχαν κι εκεί προβλήματα πρόσφατα, με θέματα αστυνομικής βίας. Ωστόσο, οι ένστολοι, όσες φορές τους απευθύνθηκα, υπήρξαν ευγενέστατοι και πρόθυμοι να βοηθήσουν. Σε περιπτώσεις μάλιστα που είχα κάποια διαφορά με κάποιον, ο αστυνόμος με άκουσε με προσοχή (και δεν το έκανε επειδή ήμουν τουρίστας γιατί τα Ισπανικά μου είναι σε θέση να με κάνουν να μην ξεχωρίζω από τους ντόπιους). Θέλησε να δώσει τέλος στη διένεξη επί τόπου, χωρίς να προχωρήσει σε… λήψη μέτρων. Δεν διαπίστωσα σε καμία περίπτωση, κάποιου είδους μεροληπτικών τάσεων από την πλευρά του οργάνου, καμία τάση να εκμεταλλευτεί την ιδιότητά του και την δύναμη που απορρέει από αυτήν, κανενός τύπου… νταηλίκι (και ο νοών, νοείτω…).

To be… συνεχίζεται

 

Του Ηλία Νικηφόρου

Διαβάστε Περισσότερα