Ο «Ιπτάμενος Ολλανδός» Γιώργος Τόγιας Defuca

Είχαμε να βρεθούμε πολλά χρόνια. Μετά από τόσο καιρό που είχαμε να τα πούμε δυσκολεύτηκε να με αναγνωρίσει με την πρώτη. Του θύμισα ένα συγκεκριμένο περιστατικό από τα δικά μου οπαδικά χρόνια και τα δικά του ποδοσφαιρικά: «…τότε που κάναμε μιά επίσκεψη σε μιά προπόνηση έχοντας άγριες διαθέσεις για τον “μίστερ”…»

Μου έγνεψε αρνητικά. Δεν το θυμόταν. To προσπέρασα και τον ρώτησα για τις δραστηριότητές του σήμερα, τις ασχολίες του, την αγάπη του για τα… “σκληρά” συγκροτήματα.
Ψηλός όπως πάντα, διατηρείται… αδύνατος, στέκεται μπροστά μου με μιά κόκκινη μπλούζα με την φιγούρα του Che Guevara επάνω της. Το ξανθό μακρύ μαλλί που είχε στα νιάτα του, τώρα το καλύπτει έντεχνα μιά μπαντάνα. Τα γαλανά μάτια του όμως, με εκείνο το παγερό, σπινθηροβόλο βλέμα που ο χρόνος δεν κατάφερε να το αλοιώσει, δένουν δυνατά, με το σήμα κατατεθέν του: την μονίμως άψογα τριμαρισμένη γεννειάδα του.

Αν δεν τον ξέρεις, εύκολα τον περνάς για μέλος κάποιου heavy metal συγκροτήματος. Ωστόσο, στο χώρο των γηπέδων, έγραψε την δική του ιστορία με την φανέλα του Ολυμπιακού και του Πανιωνίου. Πρόκειται για τον… «Ιπτάμενο Ολλανδό» των ελληνικών γηπέδων, εξ’ ου και το παρατσούκλι του Γιώργου, ήταν… «Van» Τόγιας!

Η συζήτηση ξεκίνησε από το γεγονός ότι πρίν καλά-καλά ενηλικιωθεί, βρέθηκε στην πρώτη ομάδα της Κορίνθου και από εκεί στο μεγάλο λιμάνι. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα για τον Γιώργο Τόγια που βρέθηκε ξαφνικά και… χωρίς να το θέλει, να παίζει στην πλέον λαοφιλή ομάδα της χώρας…

«Ήθελα όμως να παίξω μπάλα και να φτάσω όσο ψηλά μπορούσα. Καταρχήν στα 17 μου χρόνια, βρέθηκα στον Πανκορινθιακό και σε ένα φιλικό ματς προετοιμασίας με την Κόρινθο με είδαν οι άνθρωποί της και μου πρότειναν συμβόλαιο. Δύο χρόνια στην Κόρινθο, δεν ήταν αρκετά. Να το πω αλλιώς: δεν μου έκανε καρδιά να φύγω. Νιότη, μιά ομάδα στην οποία στα 19 μου χρόνια καθιερώθηκα, καλό κλίμα, μια επαρχιακή πλην όμορφη πόλη, όλα αυτά μαζί, είχαν «δέσει» μέσα μου και δεν ήθελα να φύγω με τίποτα.

Όταν λοιπόν τον Δεκέμβριο του 1980 με φώναξε ο πρόεδρος και μου είπε «Αύριο να είσαι στα γραφεία της ομάδας. Σε ζήτησαν επισημα από τον Ολυμπιακό και τα βρήκαμε να πας» εγώ σηκώθηκα κι έφυγα… Πήγα πίσω στο πατρικό μου, για να μην με βρούν! Με δυό λόγια: το έσκασα! Για να μην πάω στον Ολυμπιακό και δεν έγινε η μεταγραφή. Είχα άλλα μυαλά τότε… (γελάει). Όμως ήδη με ήθελε πολύ ο Ολυμπιακός. Με είχε δει ο Γκόρσκι και με ήθελε οπωσδήποτε στην ομάδα.»

 

Κατεβαίνεις λοιπόν πριν καν κλείσεις τα 21 σου, στο λιμάνι. Στη μεγαλύτερη ομάδα της χώρας. Τί ένιωσες σε εκείνον τον πρώτο σου αγώνα μπροστά σε τόσο κόσμο; Σου κόπηκαν τα πόδια ή είπες «θα σας δείξω εγώ ποιός είμαι!»;

«Καθαρά το δεύτερο. Ήξερα ότι είχα πολλά να δώσω και παρά το ότι ήμουνα νέος, στιγμή δεν με φοβήθηκα. Βοήθαγε κι ο κόσμος πολύ με αυτήν την τρομερή παρουσία του.

Στο Καραϊσκάκη βγαίναμε από καταπακτή. Λοιπόν ήταν ένας στην έξοδο της καταπακτής και με το που μας έβλεπε να προχωράμε στο τουνέλι, έκανε νόημα στους φιλάθλους και άκουγες το ποδοβολητό αυτό, έτσι όπως χτυπάγανε τα πόδια τους στις τσιμεντένιες εξέδρες και την ιαχή «ΘΡΥΛΟΣ! ΘΡΥΛΟΣ!». Ανατριχίλα, μιλάμε. Κι έμπαινες μέσα με το μάτι σου να γυαλίζει…

Όταν παίζεις μπροστά σε έναν τέτοιο φοβερό κόσμο, δεν μπορείς να μην τα δώσεις όλα. Σκέψου ότι την πρώτη χρονιά παίζαμε στο Καραϊσκάκη και την επόμενη στο Ολυμπιακό Στάδιο. Ε, λοιπόν σε πληροφορώ καμία διαφορά. Γεμάτο και το ένα και το άλλο. Στο Καραϊσκάκη δεν έπεφτε καρφίτσα εκείνες τις εποχές. Στο Στάδιο το ίδιο όταν είχαμε ντέρμπυ. Όταν ήταν με τις θεωρητικά «εύκολες» ομάδες και έβλεπες 60.000 κόσμο χαλαρά, πώς να μην σου κάνει κέφι να παίξεις; Ακούς τον ίδιο σου τον εαυτό να σου λέει: «Δεν θα αφήσεις σταγόνα ιδρώτα μέσα σου. Θα τα δώσεις όλα!»

Ποιούς ξεχώριζες περισσότερο στον Ολυμπιακό;

«Είναι δύσκολη ερώτηση γιατί σίγουρα θα αδικήσω άθελά μου κάποιους. Ας πούμε ότι οι 3 «κολλητοί» μου με τους οποίους καταλαβαίναμε χωρίς πολλά-πολλά ο ένας τον άλλον ήταν ο Ξανθόπουλος, ο Κοκκολάκης και ο Λεμονής.

Ο Κοκκολάκης είχε ταχύτητα, είχε εύστοχες μεταβιβάσεις, άριστος στην εκτέλεση των εντολών που έπαιρνε. Ο Λεμονής ήταν αυτό που πολλά χρόνια αργότερα το ονομάσαμε «εγκεφαλικός» παίκτης. «Έβλεπε γήπεδο» όσο λίγοι και μετέπειτα ως προπονητής έδωσε πολλά από όπου πέρασε και τον ξεχωρίζω ως τέτοιον. Ο Πέτρος (Ξανθόπουλος) σπάνιο παιδί, έλιωνε ένα ζευγάρι παπούτσια σε κάθε αγώνα, τέτοιο πάθος…»

 

Εκτιμώ ότι είχατε και ένα μεγάλο προπονητή εκείνη την εποχή, για τα ελληνικά δεδομένα…

«Στον Ολυμπιακό όχι, ο Γκόρσκι δεν μου άρεσε. Τα αποδυτήρια μέσα ήταν χαμένα. Έδωσε τίτλους στον Ολυμπιακό, δεν λεω, αλλά ως προπονητής δεν με έπειθε. Εμένα τουλάχιστον…»

 

«Όσα και να μου ζήταγες θα στα έδινα…»

Η σεζόν των μεταγραφών την δεκαετία του ’80 ήταν μεταξύ 1ης και 15 Δεκεμβρίου. Στα τέλη εκείνης της δεκαετίας, ο Ολυμπιακός βρίσκεται σε μία μεταβατική περίοδο σε ότι αφορά τα διοικητικά του. Η αλλαγή ιδιοκτησιακού καθεστώτος από τον αείμνηστο Σταύρο Νταϊφά, στον Γιώργο Κοσκωτά, σηματοδοτεί αυτόματα σαρωτικές αλλαγές για το ροστερ του Συλλόγου. Ο Γιώργος Τόγιας θα αποτελούσε μέρος αυτών των αλλαγών:

«Κάθε μέρα φεύγανε καμπόσοι, όχι αστεία. Εγώ απ’ ότι φαινότανε θα έμενα στο λιμάνι. Ώρες όμως πριν λήξει επίσημα η μεταγραφική περίοδος -ώρες, το τονίζω αυτό γιατί έχει σημασία- με παίρνει τηλέφωνο η Λόλα Νταϊφά και μου λέει:

 

«Σε θέλει ο πρόεδρος Γιώργο, να περάσεις από το γραφείο».

Ήταν κάνα δίμηνο που είχε αναλάβει ο Κοσκωτάς. Πηγαίνω λοιπόν -στην Βουκουρεστίου τότε- στα κεντρικά της Τράπεζας Χίου. Μόλις μπήκα λοιπόν με παίρνει στο γραφείου του ο Σταύρος (Κοσκωτάς) μου κάνει: «Γιώργο, δεν θέλουμε να φύγεις και βρισκόμαστε μπροστά σε ένα πολύ μεγάλο δίλημα αυτές τις τελευταίες μέρες: θέλουμε να πάρουμε τον Τσιαντάκη από τον Πανιώνιο… Τα έχουμε βρει μαζί τους στα λεφτά, αλλά αυτοί οι ξεσκισμένοι μόνο υπό έναν όρο δέχονται να γίνει η μεταγραφή: να τους δώσουμε εσένα…».
Το ένιωθα ότι έλεγε αλήθεια. Εξάλλου θα μπορούσε να με δώσει χωρίς καν να με ρωτήσει. Βλέπει την έκπληξη στα μάτια μου και μου λέει:

«Επειδή έχουν στενέψει τα χρονικά περιθώρια πρέπει να το αποφασίσεις επί τόπου. Ένα μόνο θα σου πω και στο λεω ξεκάθαρα: άμα γουστάρεις μου λες πόσα λεφτά θέλεις για να πας. Αν όμως δεν γουστάρεις, μου το λες στα ίσια και μένεις εδώ. Ντόμπρα πράγματα!».

Αυτή η εξήγησή του, στάθηκε αρκετή για να εκτιμήσω αυτόν τον άνθρωπο όσο έχω εκτιμήσει λίγους παράγοντες στην καριέρα μου.»

Μεγάλη υπόθεση να σου αφήνουν το ελεύθερο να αποφασίσεις εσύ για την μεταγραφή σου, έτσι;

«Ναί, δεν το συζητάω. Καταλαβαίνεις βέβαια ότι η πίεση χρόνου για να πάρεις μιά τόσο μεγάλη απόφαση, είναι μεγάλη και δη όταν παίζεις σε μία ομάδα που κάνει πρωταθλητισμό και είσαι και στην πιο παραγωγική σου ηλικία, δεν έχεις λόγο να φύγεις. Έτσι ένιωθα κι εγώ. Δεν ήθελα να φύγω. Το λεω στα ίσια. Όμως σκέφτηκα ότι αν τυχόν έμενα και στραβώνανε αυτοί και μετά το χρησιμοποιούσαν εναντίον μου, ότι και καλά ήμουνα η αιτία που δεν πήρανε τον Τσιαντάκη, τί θα γινόταν;

Βέβαια αργότερα κατάλαβα ότι δεν θα συνέβαινε κάτι τέτοιο και θα στο εξηγήσω μετά το «γιατί», αλλά εκείνες τις στιγμές είναι όλα θολά μέσα στο μυαλό. Για να μην φανεί λοιπόν ότι εγώ δεν ήθελα να φύγω, απαντώ στον Σταύρο:

«Άμα πάω τώρα εγώ στον Πανιώνιο, θα είναι δύσκολα για μένα εκεί, το κλίμα διαφορετικό, το να προσαρμοστώ, ξένος εγώ, όλα μαζί… Νιώθω ανασφάλεια σε περίπτωση που δεν πάνε καλά τα πράγματα, οπότε θέλω 18 με 20 εκατομμύρια».

Εγώ επίτηδες είπα ένα μεγάλο ποσό, γιατί ήθελα να μείνω. Εκείνη την εποχή να φανταστείς, ό,τι είχε έρθει ο Τσαλουχίδης από την Βέροια και μας έλεγε, ότι είχε πάρει για 5 χρόνια, 12 εκατομμύρια από την μεταγραφή κι εγώ ζήτησα πολύ παραπάνω για να φύγω, με σκοπό να τους εξαναγκάσω έμεσα να με κρατήσουν…

Και μου λέει ο Κόσκωτάς «Τα έχεις!».

Έτσι απλά. Τον κοιτάζω έκπληκτος και μου κάνει:

«Όσα και να μου ζήταγες θα στα έδινα… Πήγαινε μέσα να το πεις και στον Γιώργο». Μπαίνω στο γραφείο του Γιώργου (Κοσκωτά) και μου λέει κάτι που πραγματικά με άγγιξε:

«Για να είσαι εδώ, σημαίνει ότι συμφώνησες. Εγώ δεν ήθελα να φύγεις και το γεγονός ότι μας διευκολύνεις με την απόφασή σου, μιά απόφαση που εμείς καταλήξαμε ότι δεν μπορούσαμε να πάρουμε για σένα, σε ανεβάζει ακόμα περισσότερο στα μάτια μου. Θέλω να ξέρεις ένα πράγμα: ό,τι χρειαστείς σαν ποδοσφαιριστής, αλλά και μετά στη ζωή σου, θα έρθεις εδώ να με βρείς. Την πόρτα μου θα την βρίσκεις πάντα ανοιχτή…» και μου δίνει μιά επιταγή 20.000.000 δρχ. Πρόσεξε: όχι 18, αλλά 20 και τα λεφτά μου τα πήρα όλα, χωρίς κανένα πρόβλημα.

Από το λιμάνι στην… πλατεία

 

Το λιμάνι, το διαδέχθηκε η πλατεία. Tο κοντραστ συναισθημάτων, αναπόφευκτα έντονο. Εκείνη την εποχή, τίποτα δεν προμήνυε το δέσιμο που θα γινόταν μεταξύ Πανιωνίου και Τόγια. Ένα δέσιμο που θα έφερνε τον Κεφαλονίτη μέσο, να κατακτήσει όχι μόνο τη θέση του αρχηγού, αλλά και μία θέση στην καρδιά των Νεοσμυρνιωτών.

Πώς ήταν η μετάβασή σου από τον Ολυμπιακό στον Πανιώνιο;

«Δεν σου κρύβω ότι ήταν πολύ δύσκολη στην αρχή. Με το που μπήκα στα αποδυτήρια σου ομολογώ ότι μου ήρθε να βάλω τα κλάμματα. Είπα από μέσα μου «Πού ήρθα ρε γαμώτο…». Ήταν λίγο απότομο, γιατί στον Ολυμπιακό καταρχήν είχα την ντουλάπα μου, τα μπαγκάζια μου όλα σε συγκεκριμένη θέση, τα παπούτσια μου βερνικωμένα, μέχρι και τις ταινίες για τις κάλτσες στον πάγκο μου, την φανέλα μου με το νούμερο 9 και το σορτσάκι μου, τα οποία δεν τα φόραγε κανείς άλλος, όλα μιλάμε έτοιμα και στην εντέλεια και αυτό ίσχυε για όλους τους παίκτες.

Πάω στον Πανιώνιο, σήμερα φόραγα την φανέλα με 9, αύριο θα φόραγα εκείνη του Λίμα, μεθαύριο την φανέλα του Κουτρόπουλου… Τεράστια διαφορά μιλάμε… αλλά όσο πέρναγε ο καιρός, αυτή η ομάδα με κέρδιζε. Κι έφτασε στο τέλος να με κερδίσει ολοκληρωτικά, όπως δεν με κέρδισε καμία άλλη. Χωρίς να θέλω να στεναχωρήσω κανέναν θα το πω: ο Πανιώνιος ήταν η καλύτερη ομάδα που έπαιξα ποτέ. Το καλύτερο κλίμα σε όλους τους τομείς… Μακράν το καλύτερο και με διαφορά από οποιαδήποτε ομάδα έπαιξα. Φοβερή η Νέα Σμύρνη, σταθερά πρόσωπα στην ομάδα, ένας σοβαρός προπονητής όπως ήταν ο Μπράμς, τρομερό δέσιμο στα αποδυτήρια. Εκεί κατάλαβα ότι δεν είναι τα αποδυτήρια ως χώρος που κάνουνε τη διαφορά, αλλά η ατμόσφαιρα που τα χαρακτηρίζει. Από το αρχικό συναίσθημα του «τα μαζεύω και φεύγω» μέσα σε ελάχιστο καιρό είχα περάσει στο «δεν το κουνάω από εδώ με τίποτα…».

 

Πού οφείλεται αυτό το οικογενειακό κλίμα που χαρακτηρίζει δεκαετίες τώρα τον Πανιώνιο;

«Τί να σου πω… Είναι χωρίς υπερβολή, ένα μυστήριο που δύσκολα εξηγείται. Σίγουρα, όλη αυτή την ατμόσφαιρα σε ένα Σύλλογο, την δημιουργούνε οι παίκτες και κάποιοι στην ομάδα που σε κάνουν να νιώθεις άνετα, σαν να είσαι παιδί τους. Μετά είναι ο κόσμος που σε αγκαλιάζει. Στη Νέα Σμύρνη δεν νιώθεις ποτέ φίρμα. Βγαίνεις έξω να περπατήσεις και σε κάνουν να αισθάνεσαι σαν να είσαι αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της πόλης.

Είχε ένα τρομερό «πλέξιμο» αυτή η ομάδα. Παίκτες έφευγαν με μεταγραφή -και σημειωτέον σχεδόν όλοι πήγαιναν στις «μεγάλες» ομάδες- από την άλλη νέοι παίκτες έρχονταν και ποτέ μα ποτέ δεν χάλαγε το κλίμα. Σε άλλες ομάδες, φεύγει η σημαία ή 2-3 βασικοί παίκτες και κάνουνε κάτι μήνες και καμιά φορά χρόνια να το ξεπεράσουν. Αυτό δεν συνέβει ποτέ στη Νέα Σμύρνη! Έπεσε στη Β΄ Εθνική η ομάδα, του έφυγαν 6 βασικοί παίκτες ο κορμός του δηλαδή κι ο Πανιώνιος εκεί! Πολέμησε, ανέβηκε, σαν να μην συνέβη ποτέ.

Όταν άλλες ομάδες έπεσαν, π.χ. η Λάρισα και έκανε χρόνια να ξανανέβει, ή ο Αθηναϊκός, ο Πανσεραϊκός που πέσανε και δεν ανέβηκαν ξανά κι ο Πανιώνιος όχι μόνο το άφησε πίσω του, αλλά σήμερα στη Νέα Σμύρνη μπορούν να περηφανεύονται ότι το κλίμα, αυτή η ζεστασιά που σε κέρδιζε με τη μία, έχει παραμείνει αναλοίωτη. Αυτό το οικογενειακό κλίμα που υπήρχε ήταν -και όπως βλέπω ακόμα και σήμερα παραμένει- το ισχυρότερο όπλο του Συλλόγου, κατά τη γνώμη μου. Ειλικρινά δεν έχω περάσει τόσο καλά σε άλλη ομάδα»

 

Ποιούς ξεχώρισες ως συμπαίκτες σου στην πλατεία;

«Στον Πανιώνιο εκείνων των εποχών, δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις κάποιον. Ποιόν να πρωτοθυμηθώ; Τον Σούλη τον Καναρά… Τον Κουτρόπουλο που ήταν η “ψυχή”… Τον Νίκο Χαλκίδη, που δεν κράταγε τίποτα για τον εαυτό του, τα έδινε όλα μέσα στο γήπεδο… Τον συγχωρεμένο τον Γιάννη Γραβάνη, μεγάλη ψυχάρα… Τον Παπαχρηστόπουλο, φοβερός τύπος, δυνατός πίσω και καλός φίλος. Τον Μαραγκό και το δίδυμο «κοντός-ψηλός» με τον Μιρτσέκη και τον Λαγωνικάκη… Τον Μανίκα, που ήταν εγγύηση κάτω από τα δοκάρια… Τον ζήτησε η Α.Ε.Κ. και δεν τον έδινε ο Πανιώνιος με τίποτα να σκεφτείς… Να αναφέρω τον μεγαλύτερο σκόρερ που έχει βγάλει το ελληνικό ποδόσφαιρο τον Θωμά Μαύρο; Τον Νίκο Αναστόπουλο που αν είχαμε κάποιο θέμα, έμπαινε αυτός μπροστά να το λύσει…

Και πόσους ξεχνάω… Ποδοσφαιριστές που τους σέβονταν όλοι οι αντίπαλοι, σπάνια παιδιά και όπως δείχνουν τα πράγματα, αυτό το οικογενειακό κλίμα ήταν η μεγαλύτερη παρακαταθήκη που άφησαν. Θα το ξαναπώ: η μεγαλύτερη κατάκτηση του Πανιωνίου δεν είναι τα 2 Κύπελλα. Είναι αυτό το οικογενειακό κλίμα.»

 

Το περίμενες ότι θα έκανες συνολικά 5 χρόνια στον Πανιώνιο και μάλιστα θα γινόσουν ο αρχηγός της ομάδας…

«Όχι. Η αλήθεια είναι πως όχι. Όμως δεν σε κούραζε αυτή η ομάδα, έτσι όπως ήταν η χημεία της. Ήμουνα 35 χρονών και ένιωθα ότι είχα άνετα άλλα 2-3 χρόνια μπροστά μου.
Βλέπεις, είχαμε μείνει κάποιοι παλιοί και είχαμε πλαισιωθεί από νέα παιδιά, π.χ. τον Τζανετή, τον Φύσσα, τον Βώκολο, τον Μάντζιο… Είχε «παντρευτεί» με έναν πολύ ήπιο τρόπο, η εμπειρία με το νέο αίμα. Οι «παλιοσειρές» μαζί με νέους διψασμένους για διάκριση που όργωναν το γήπεδο, κάλυπταν, δίψαγαν να συνεχίσει το έργο των παλιών. Και αυτό από την μιά σε κράταγε κάπως ξεκούραστο και παίζαμε οι παλιοί περισσότερο με το μυαλό και από την άλλη μας έδινε και το κίνητρο να σταθούμε σε αυτά τα παιδιά και να τα «ανεβάσουμε», να τους δώσουμε τη σκυτάλη.»

 

Το συναίσθημα όταν έφυγες;

«Είχε έρθει τότε ο Γένεϊ ως προπονητής. Είχε κατακτήσει με την Στεάουα το Πρωταθλητριών, κόουτς με περγαμηνές, αλλά τί γίνεται… Η Διοίκηση ήταν ακόμα στα χέρια του Δήμου Ν. Σμύρνης και τα κονδύλια για την ομάδα κάποια στιγμή μειώθηκαν σημαντικά. Για να μην χαλάσουνε το γήπεδο, πηγαίναμε για προπόνηση σε άλλα μέρη του Λεκανοπεδίου. Τη μία στα Σούρμενα, την άλλη στον Άγιο Κοσμά, την επομένη στο Ελληνικό. Συναντιόμασταν στη Νέα Σμύρνη όλοι και πηγαίναμε με τα αυτοκίνητά μας. Μιλάμε 4 άτομα στο αμάξι και μετά σε εκείνα τα γήπεδα της κακιάς ώρας, μέσα στις λάσπες… Να αλλάζουμε ρούχα μέσα στα αυτοκίνητα, ο Κυριάκος Χατζηγρηγορίου να κάνει εμβόλιο αντιγρυπικό στους παίκτες κάτω από τα δέντρα…

Μιλάμε για μία αποκαρδιωτική κατάσταση, που με έκανε να τα παρατήσω πρίν την ώρα μου. Όμως ακόμα και με αυτές τις συνθήκες που «κρέμασα τα παπούτσια μου» ο Πανιώνιος ήταν η ομάδα της καρδιάς μου. Πήγα στον Λεβαδειακό κάποια στιγμή ενδιάμεσα πριν από αυτό και χωρίς να έχω κάποιο πρόβλημα ή να μου έχουν κάνει τίποτα οι άνθρωποι, ζήτησα να επιστρέψω Νέα Σμύρνη. 

«Γιατί; Τί έγινε;» με ρώτησαν από τη Διοίκηση και τους είπα την αλήθεια: «Δεν έχω από εσάς κανένα παράπονο, απλά δεν νιώθω όπως στον Πανιώνιο…» και το σεβάστηκαν.»

Tα 30… τετραγωνικά μέτρα ενός προπονητή

Πιάστηκα από την «πάσα» που μου έκανε και περάσαμε στο θέμα των προπονητών. Πιστεύει ότι σήμερα πολύ λίγοι είναι οι προπονητές που ξεχωρίζουν. Tρέφει μεγάλη εκτίμηση για τον Γκουαρντιόλα, τον Τούνχελ, τον Ελβετό Φαβρ που τον θεωρεί ως τον καλύτερο και με διαφορά αυτή τη στιγμή στη Γερμανία, τον Ποκετίνο, αλλά και τον Μπιέλσα. Ο λόγος που τους κάνει ξεχωριστούς στα μάτια του, είναι ότι όλοι τους είναι προπονητές που τους γοητεύει το επιθετικό ποδόσφαιρο, που παίζουνε για να κερδίσουνε.

 

Ο Σιμεόνε δεν σου αρέσει;

«Όχι. Δεν μου αρέσει. Ο Σιμεόνε μπαίνει στο γήπεδο με πρώτο του στόχο να μην χάσει.»

 

 

Το σημαντικότερο στοιχείο για έναν προπονητή κατά τη γνώμη σου;

 

«Τα αποδυτήρια. Έχεις αποδυτήρια, έχεις ελπίδες να κάνεις κάτι καλό. Έχασε τα αποδυτήρια ο προπονητής, είναι τελειωμένος, θέμα χρόνου να φύγει. Δεν έχει κλίμα στα αποδυτήρια η ομάδα, είναι μιά ομάδα χωρίς μέλλον, μιά ομάδα που σαπίζει. Εκείνα τα 30 τετραγωνικά μέτρα, βγάζουν όλη την εικόνα σου μέσα στο γήπεδο.»

 

 

Από Έλληνες προπονητές ποιούς αναγνωρίζεις;

 

«Τον Γιάννη Κυράστα. Ο άνθρωπος ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του. Έβλεπε γήπεδο από «πολλές γωνίες», που λένε. Ήταν διορατικός, ήταν άκαμπτος στο θέμα της πειθαρχίας. Είχε έναν σεβασμό για όλους… από τον πρώτο παίκτη μέχρι το νεαρό ταλέντο, έστηνε την ομάδα με στόχο να την κάνει μεγάλη και δούλευε σκληρά καθημερινά, για να χτίσει αυτό που ονειρευόταν στον Πανιώνιο τότε.»

 

 

Ήταν όντως λίγο δύσκολος χαρακτήρας όπως είχε ακουστεί;

«Ήταν αυστηρός κι αυτό παρερμηνευόταν από όσους δεν ήταν μέσα στην ομάδα. Αυστηρός, αλλά -πρόσεξε- δίκαιος! Επέμενε πολύ στην γνώμη του, γιατί οι θέσεις του ήταν όλες πολύ δουλεμένες από πρίν, αλλά αν του έδινες επιχειρήματα δεν ήταν απόλυτος. Άκουγε. Θα σου δώσω ένα παράδειγμα: όταν η αποστολή αποσυρόταν στο ξενοδοχείο, έμενα πάντα στο ίδιο δωμάτιο με τον Γρηγορίου. Είμασταν εκτός από συμπαίκτες και πολύ καλοί φίλοι. Ο Κυράστας είχε ως βασική του αρχή το διαρκές pressing. Ήθελε να πιέζουμε όλοι, ανεξαιρέτως θέσης ή ρόλου. Και το ζήταγε αυτό από όλους, χωρίς εξαίρεση. Υπήρχαν όμως παίκτες που δεν μπορούσαν να το κάνουν γιατί θα έκαιγαν κάποια ιδιαίτερα γνωρίσματα που τους έκαναν ξεχωριστούς. Για παράδειγμα ο Πάντιτς. Δεν μπορούσε να το κάνει αυτό. Θα περιοριζόταν σημαντικά η επιθετική του φύση. Ο Κυράστας με εμπιστευόταν πολύ. Να σου αποκαλύψω ότι ήμουνα ο μόνος με τον οποίο συζήταγε και ζητούσε την γνώμη μου σε κάποια πράγματα. Κάθε νύχτα πριν από κάποιον αγώνα βρισκόμασταν με τον Γιάννη στο δωμάτιό μου να συζητήσουμε. Του είπα κάποια στιγμή ότι αυτή η απαίτησή του ήταν πολύ λογική και επειδή την έχουμε δουλέψει καλά θα αποδώσει τα μέγιστα, αλλά καλό θα ήταν να έκανε μιά εξαίρεση για τον Πάντιτς. Δεν του άρεσε η ιδέα, γιατί θα φαινόταν σαν να κάνει εξαίρεση. Του είπα τότε:

Άσε τον Πάντιτς να κάνει αυτά που ξέρει. Είναι θεός με την μπάλα στα πόδια και τραβάει πάντα μαζί του έναν, μην σου πω και δύο παίκτες κάποιες φορές, όταν δεν παίζει με την μπάλα στα πόδια. Μην του ζητάς να μαρκάρει. Αυτό που δεν θα κάνει ο Μίλιγκο θα το κάνουμε εμείς, θα το αναπληρώσουμε οι υπόλοιποι. Θα ανέβουμε εμείς πιό ψηλά να πιέσουμε, θα τρέξουμε εμείς γι’ αυτόν, θα δώσει ο καθένας κάτι παραπάνω να καλύψουμε το κενό.

Με άκουσε και το εφαρμόσαμε αυτό και η ομάδα πραγματικά «πέταγε». Διαρκές pressing και μπροστά ένας “Sole” που ζωγράφιζε. Ο Πάντιτς αγάπησε τον Πανιώνιο όπως και ο Γιάννης πιστεύω, καθώς ήταν η πρώτη ομάδα που κοουτσάρισε στην Α΄ Εθνική. Αν δεν είχε φύγει τόσο νωρίς από τη ζωή θα είχε πετύχει σπουδαία πράγματα στην καριέρα του. Το λεω με βεβαιότητα αυτό. Έμαθα πολλά δίπλα του. Τον εκτιμούσα και με εκτιμούσε και εκείνος, σε βαθμό που φτάσαμε στο «παρά 5΄» να συνεργαστούμε ως προπονητές».

 

Πώς έγινε αυτό;

«Όταν είχα πρωτοπάει στη Νέα Σμύρνη, ο Μπέος τότε μου έκανε πόλεμο. Ήταν απλός φίλαθλος ακόμη. Στην εξέδρα όμως μου έσερνε τα εξ’ αμάξης. Δεν του άρεσε που είχα έρθει από τον Ολυμπιακό και διαρκώς με έβριζε, με έλεγε «λεγεωνάριο». Δεν σταμάταγε με τίποτα. Εγώ γενικά είμαι ήπιων τόνων άνθρωπος και προσπαθούσα να συγκρατηθώ αλλά κάποια στιγμή «έσπασα». Πήγα και τον έπιασα και του του μίλησα στα ίσια. Ήμουνα πολύ νευριασμένος ομολογώ, γιατί δεν σταμάταγε. Στο μεταξύ όμως είχε δει πώς έπαιζα με τον Πανιώνιο και που τα έδινα όλα κάθε Κυριακή και με τα πολλά, σταμάτησε.

Όταν αποφάσισα να «κρεμάσω τα παπούτσια μου» τα είχαμε βρει με τον Γιάννη να κάτσω δίπλα του ως βοηθός του, τη νέα σεζόν. Του άρεσε πολύ η ιδέα. Ήταν κάτι που και ο ίδιος το ήθελε πολύ και είχαμε συζητήσει εκτενώς όλες τις λεπτομέρειες για συστήματα, για παίκτες, για μεταγραφές. Ο Μπέος όμως με το που το έμαθε, έβαλε βέτο με την μία. Όχι μόνο αρνήθηκε, αλλά ήταν ανένδοτος. Δεν είχε ξεχάσει το γεγονός ότι του την είχα πει τότε που ήταν ακόμα φίλαθλος. Αν είχε προχωρήσει εκείνη η συνεργασία, η προπονητική μου καριέρα θα ήταν σήμερα πολύ διαφορετική γιατί ο Κυράστας ήταν μια «Σχολή» από μόνος του. «

 

Τί θα έλεγες στους νέους σήμερα;

 

«Να δουλεύουν σκληρά. Nα ακούνε τους πιο έμπειρους. Να ψάχνουν συνεχώς την αυτοβελτίωσή τους και κυρίως να μην επιτρέψουν ποτέ στα μυαλά τους να «πάρουν αέρα». Σήμερα, που με μιά καλή πορεία σε μιά μικρή ομάδα, εύκολα μπορεί κάποιος να πάρει μεταγραφή σε κάποιο μεγάλο Σύλλογο και από εκεί να μεταπηδήσει στην Ευρώπη, είναι εύκολο να «φουσκώσουν τα μυαλά σου» και να μείνεις στάσιμος και αυτό αποτελεί τον μεγαλύτερο εχθρό για έναν ποδοσφαιριστή. Όσο για τους φιλάθλους, πρέπει κάποια στιγμή να καταλάβουνε ότι ο φανατισμός δεν ευνοεί ούτε τις ομάδες τους, ούτε το άθλημα. Η αγάπη τους για την ομάδα, όταν ξεπερνάει τα όρια, γυρνάει μπούμερανγκ σε όλους μας».

Ήθελα να ρωτήσω πολλά πράγματα ακόμα, όμως ήδη είχα συγκεντρώσει ένα πλούσιο υλικό στα χέρια μου και δεν ήθελα να τον πιέσω. Άλλωστε η συνέντευξη είχε κρατήσει πολύ περισσότερο απ’ ό,τι υπολόγιζα. Είχα εκμεταλλευτεί το γεγονός ότι όσο πέρναγε η ώρα, τόσο λυνόταν η γλώσσα του. Κι ο Γιώργος είναι γνωστό ότι είναι λιγομίλητος σε βαθμό… σταγονόμετρου. Τον ευχαρίστησα που μαζί μου, άφησε στην άκρη αυτό το χαρακτηριστικό του που αποτελεί σήμα κατατεθέν της σοβαρότητάς του. Σφίξαμε τα χέρια και με χαιρέτησε:

«To περιστατικό που μου περιέγραψες…» μου έκανε καθώς χωρίζαμε.Τον κοίταξα απορρημένος. Συνέχισε ακάθεκτος:«Το παρ’ ολίγον λιντσάρισμα που μου ‘πες στην αρχή. Δευτέρα ήταν, στην πρωινή προπόνηση… Δεν περιμέναμε ότι θα κάνατε αυτό που λέγατε… Και μάλιστα αναρωτιόμασταν “…καλά άφησαν τις δουλειές τους, για να έρθουν να τον διώξουν τον προπονητή…”. Είναι γεγονός όμως ότι η ομάδα είχε πάρει τα κάτω της σε ανησυχητικό βαθμό. Δεν ήταν άσχετος ο “μίστερ” τότε. Απλά δεν είχε μπει για τα καλά, στο κλίμα της προπονητικής καριέρας ακόμη. Φοβισμένος ήταν… Μερικές μέρες αργότερα τα μάζεψε κι έφυγε…”. Έχω μείνει να τον κοιτάζω σαστισμένος! Τώρα που τον παρατηρώ καλύτερα, δεν έχει αλλάξει και πολύ. Σε κανένα τομέα. Ούτε σ’ αυτό των εκπλήξεων…

 

Jay Defuca

Διαβάστε Περισσότερα