Παρί Σεν Ζερμέν – Ρεάλ Μαδρίτης: Ίδιες και… απαράλλαχτες στο περσινό τους στυλ | Sons Of Football
Το ζευγάρι του Τσάμπιονς Λιγκ που θα μας υποχρεώσει να αναβάλλουμε οτιδήποτε στο πρόγραμμά μας για χάρη του, δεν είναι άλλο από το πολυαναμενόμενο Παρί – Ρεάλ. Από την μία, οι Παριζιάνοι του ανυπολόγιστου πλούτου και των πιο ηχηρών μεταγραφών του καλοκαιριού κι από την άλλη, οι αιώνιοι πρώτοι του θεσμού Μαδριλένοι, καθώς σε όποια κατάσταση κι αν βρίσκονται αξίζουν πάντα την προσοχή μας. Βέβαια, και στους δύο συλλόγους εν συγκρίσει με τα περσινά τους δείγματα, οι διαφορές στο αγωνιστικό προφίλ κρίνονται έως τώρα λίγες, διατηρώντας ένα παρόμοιο πλάνο δίχως ιδιαίτερες αλλαγές προς το καλύτερο ή προς το… χειρότερο.
Κι αν η Ρεάλ Μαδρίτης παραμένει πιστή σε μία συγκροτημένη πολιτική από πλευράς διοίκησης, στη μεριά της Παρί συνέβη ακριβώς το αντίθετο αφού οι ηχηρές προσθήκες αύξησαν τις απαιτήσεις του κόσμου τόσο για επιτυχίες, όσο κυρίως για υψηλού επιπέδου ποδόσφαιρο. Η μέτρια αγωνιστική κατάσταση των ποιοτικών μονάδων της – πλην Εμπαπέ – δεν αφήνει επί της παρούσης περιθώρια αισιοδοξίας για μέγιστη διάκριση. Η αποθέωση του καλοκαιριού δεν αποτυπώνεται μέσα από τις εμφανίσεις ενός ασύνδετου έως τώρα συνόλου στον αγωνιστικό χώρο. Συνεπώς, η Παρί αντί να φαντάζει μηχανή παραγωγής φάσεων, λειτουργεί ως μία σύνθεση έντεκα παικτών με φόντο τις αντεπιθέσεις και την υπομονή πίσω από το ημικύκλιο. Τα δείγματα γραφής παρουσιάζουν αυτή τη διφορούμενη εικόνα, για μία ομάδα μάλιστα που το ποδόσφαιρο κυριαρχίας θα θεωρούνταν ιδανικά σήμα κατατεθέν της.
Η ολόιδια εικόνα της Παρί σε σύγκριση με την περασμένη σεζόν, οφείλεται πρωτίστως στον Ποτσετίνο. Με συντηρητική τακτική (3-5-2 ή 5-3-2 ανάλογα) παρατάχθηκε ο Αργεντινός προπονητής πέρσι στο αρχικό θρίαμβο στο Καμπ Νου, με την ίδια εξίσου φιλοσοφία επικράτησε και εναντίον της Μπάγερν, η οποία αποκλείστηκε χωρίς να έχει εκμεταλλευτεί εκείνη την περίοδο τον τραυματία Λεβαντόφσκι. Φέτος παρά τις βαρβάτες μεταγραφές που θα της πρόσθεταν κύρος, η εικόνα της στο χορτάρι έμεινε απαράλλαχτη, έχοντας το νου την άμυνα και στα δύο φετινά παιχνίδια με την Σίτι. Προφανώς αποτελούσε μία λογική απόφαση, αντιμετωπίζοντας τη καλοκουρδισμένη μηχανή του Γκουαρδιόλα. Ωστόσο, η τάση να αγωνίζονται σχεδόν όλοι σε τόσο χαμηλά μέτρα εντός γηπέδου και να υποχρεώνονται σε έναν αναπόφευκτα παθητικό ρόλο, σίγουρα δεν θεωρείται το ιδανικό αποτέλεσμα που οραματίζεται ο… πονηρός Κελαϊφί στο πολυδάπανο πρότζεκτ του.
Μπορεί οι Παριζιάνοι να διαθέτουν ονόματα παγκόσμιας κλάσης σχεδόν σε κάθε γραμμή της σύνθεσης, δεν σημαίνει όμως πως μπορούν να λογίζονται ως σύλλογος εφάμιλλης προσφοράς στο άθλημα, όπως αυτή των Λίβερπουλ, Σίτι ή Μπάγερν Μονάχου. Απέχουν αρκετά από το να εισέλθουν σε αυτό το κλειστό γκρουπ, στο οποίο ανήκουν σύλλογοι που θέτουν εκείνοι τους κανόνες στο χορτάρι και αναγκάζουν τον αντίπαλο να διαφοροποιήσει τα πλάνα του βάσει δυναμικής τους. Στη τελική, ο Ποτσετίνο σίγουρα έχει φανερώσει δυνατότητες όσον αφορά το κοουτσάρισμα εν ώρα δράσης, όμως την εύρυθμη λειτουργία που επιζητούν οι Άραβες δεν είναι σε θέση να το φέρει εις πέρας τόσο από πλευράς ελάχιστου διαθέσιμου χρόνου, όσο κυρίως λόγω της έλλειψης συγκεκριμένων γνώσεων. Παράλληλα, όσοι έχουμε παρακολουθήσει τη φετινή Παρί, παρατηρούμε πως δεν πρόκειται για μία ομάδα με έφεση στις τεχνικές αρετές, αλλά με κλίση τελικά στα αθλητικά προσόντα. Αναμφίβολα ο Μέσι ή ο Νεϊμάρ αποτελούν εκπρόσωποι της τεχνικής και της υπεροχής τους με τη μπάλα στους κλειστούς χώρους, οι υπόλοιποι όμως αρέσκονται στο ανοιχτό και αφύλαχτο πεδίο, στη ταχύτητά τους και στη δύναμη ενός προπονημένου σώματος.
Πάμε φυσικά και στη Ρεάλ Μαδρίτης, η οποία επιμένει στο κλασικό κορμό της που ευθυνόταν για τους τελευταίους της σημαντικούς τίτλους της περασμένης δεκαετίας. Οι Μαδριλένοι προχώρησαν σε ελάχιστες αλλαγές προσώπων, οπότε πορεύονται με παρόμοιο στυλ όπως πέρσι, ασχέτως αν έχει αναλάβει ο γνώριμος Αντσελότι. Ίσα ίσα ο πολύπειρος Ιταλός τους προσδίδει την απαιτούμενη σοβαρότητα στη διαχείριση μίας θετικής εμφάνισης, διατηρώντας τις ίδιες προθέσεις της ομάδας στον αγωνιστικό χώρο. Πιο αναλυτικά, η Ρεάλ εκμεταλλεύεται τις ουσιώδεις φάσεις της στην αντίπαλη περιοχή, επωφελείται από ατομικές ενέργειες παικτών, επιλέγοντας κι αυτή μία πιο προσεχτική τακτική στα μετόπισθεν. Ειδικά όταν πρόκειται οι Μαδριλένοι να αναμετρηθούν με ομάδα – όνομα, αποβλέπουν σε μία πιο σφιχτή προσέγγιση. Σίγουρα δεν προτίθενται να αναλάβουν τα ηνία του αγώνα, τα ποσοστά δηλαδή κατοχής και τον πρώτο λόγο με κάθε κόστος. Αντιθέτως, η Ρεάλ ποντάρει στις αρετές του Βινίσιους στον αιφνιδιασμό, όπως και στο Μπενζεμά που παίρνει πάνω του το θέμα του σκοραρίσματος και την δημιουργία για τους ακραίους της σύνθεσης.
Και στη Βασίλισσα λοιπόν, οι αλλαγές είναι ελάχιστες όσον αφορά το τρόπο παιχνιδιού της. Η ίδια χαίρει της υψηλής απόδοσης του Βινίσιους που σκοράρει συχνά και απειλεί διαρκώς με θετικό πλέον αντίκτυπο (18αγ. / 10 γκολ και 4 ασίστ), ενώ στην αμυντική της γραμμή η άφιξη του Αλάμπα έδεσε αρμονικά έπειτα από την αποχώρηση του Ράμος. Ελάχιστες επομένως, διαφοροποιήσεις, με ελάχιστες πινελιές του Αντσελότι στη νοοτροπία. Μην ξεχνάμε άλλωστε, πως η Ρεάλ στοχεύει σε μία αναβάθμιση του συνόλου μέσα από τις ευκαιρίες των Χάλαντ και Εμπαπέ, καθώς σε πιθανή απόκτησή τους ανατρέπεται η τωρινή πεζή της αγωνιστική παρουσία. Μέχρι να προκύψει αυτό το ιδεατό σενάριο, η Ρεάλ επενδύει στα τελευταία πολύτιμα ματς ενός Μόντριτς, στην ανάδειξη των Βραζιλιανών πιτσιρικάδων και στην εγνωσμένη αξία του Γαλλοαλγερινού Καρίμ.
Μία άλλη παράμετρος όσον αφορά την λειτουργία της Ρεάλ, είναι πως το ανοιχτό γήπεδο ευνοεί τους περισσότερους παίκτες της από πλευράς ικανοτήτων, καθώς εκεί που δυσκολεύεται είναι στη πολυπρόσωπη άμυνα. Από τη στιγμή που ο Αζάρ έχει πλέον απομακρυνθεί από τον παίκτη εκείνο που θαυμάζαμε μέχρι το τελευταίο Μουντιάλ, οι Μαδριλένοι στηρίζονται αποκλειστικά στον Βινίσιους για μία ξαφνική διείσδυση ή σε κάποια προσωπική ενέργεια του Μπενζεμά που είναι εκτός της αρμοδιότητάς του. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η Ρεάλ αγωνίζεται βάσει των χαρακτηριστικών του ρόστερ, δίχως να έχει βλέψεις σε άβολη προς τους παίκτες τακτική.
Το μόνο που μένει να δούμε είναι ποια εκ των δύο – Παρί ή Ρεάλ – σε αυτό το επερχόμενο ζευγάρι θα έχει τις πρωτοβουλίες, καθώς και ποια θα καραδοκεί για το μοιραίο λάθος. Οι Παριζιάνοι διακαώς επιθυμούν την βελτίωση, έτσι ώστε να βγουν από τις συζητήσεις της αμφισβήτησης για το το φιλόδοξο έργο τους. Αντιθέτως, η Ρεάλ παρουσιάζεται πιο ήρεμη, με πολύ πιο θωρακισμένο στάτους σχετικά με τα πεπραγμένα της, έχοντας και μία σειρά τροπαίων που δεν σηκώνει κριτική ακόμη και σε ευρωπαϊκή αποτυχία.