«Στο’πα και στο ξαναλέω Αρίστο, Σμυρνιός είσαι…» I El Comandante
Πολύβουη η πόλη, μα κάτι έχει κρατήσει μέσα της, από την αρχοντιά εκείνων των εποχών, από τον παλμό που την χαρακτήριζε κάποτε. Τί κι αν τα πάντα έχουν αλλάξει… Αυτός δεν μπορεί να χάσει τον δρόμο του. Με τίποτα… Ένα σημάδι εδώ, μιά γνωστή γωνιά παρακάτω, σκόρπια σημεία αναφοράς, σκόρπιοι άνθρωποι, σκόρπιες αναμνήσεις… Αυτός όμως εκεί, ανηφορίζει πρός το Καρατάσι. Στον καφενέ, δυό νεαροί, που στο τραπέζι τους αχνίζει ακόμα ο καφές μέσα στο μπακιρένιο μπρίκι, προσπαθούν ο ένας με το βιολί, ο άλλος με ένα ικιτέλι, να βρούν τον ρυθμό τους.
«Το γελεκάκι που φορείς…»
Στέκεται μαγεμένος από τις νότες, που βαριές σαν τις σταγόνες του χρόνου, στάζουν μέσα του, νόστο και παράπονο…
«Να τ’ άκουγε η Κάλας, να σου πω εγώ για πότε θα απαρνιόταν τον Βέρντι…» σκέφτεται και μονομιάς το βάσανο εκείνο το ανίκητο, που του κατάτρωγε μιά ολόκληρη ζωή τα σωθικά, ξεπρόβαλε να του θυμίσει, ότι εκείνος ήταν ένας άνθρωπος απλός, που απ’ ανάγκη μπήκε στον κύκλο των πριγκήπων και των προσωπικοτήτων…
«Τί σκατά τις ήθελα εγώ τις όπερες, τις υψίφωνες και τις πριμαντόνες… Να την πηδήξω ήθελα μόνο!» μονολογεί και αυτόματα προσπαθεί να καταλάβει αν δικαιολογείται απέναντι στον εαυτό του ή αν ζητάει άφεση από το φάντασμα των τύψεών του…
Άνοιξε ασυναίσθητα το βήμα του, σαν να ήθελε να ξεφύγει από το μαστίγωμα των ενοχών του. Δεν τον πήρε πολύ να φτάσει στην Μελαντία. Ούτε και δυσκολεύτηκε να ξεχωρίσει το σπίτι του. Έστεκε ακόμα, σε πείσμα των καιρών, δείγμα κλασσικής αρχιτεκτονικής της εποχής: διώροφο, με πλατιά ντουβάρια, περήφανα γείσα στα ακροπάρτερα της οροφής, βαριά παραθυροφυλλα. Πίσω από το ξύλινο χαγιάτι που ξεπρόβαλε στο σοκάκι, ήταν το δωμάτιο που είχε γεννηθεί… Το ημερολόγιο έγραφε «15 Ιανουαρίου 1900»…
Ακριβώς από κάτω του και διαγώνια, δεσπόζει η χαρακτηριστική καμάρα που μέσα της φιλοξενεί την εξώπορτα. Το χρώμα των τοίχων, αν και ξεβαμμένο από το άγγιγμα του χρόνου, αποπνέει ένα άρωμα αρχοντιάς. Δεν χορταίνει να το κοιτάζει και να το χαϊδεύει καθώς με κάθε άγγιγμά του, ψιλαφίζει παράλληλα τον σοφά των αναμνήσεών του. Η ώχρα επάνω στους ταλαιπωρημένους τοίχους του, μοιάζει σαν να σκούρυνε με τα χρόνια.
«Σαν να απορρόφησε μέσα της, τις φωτιές που είχαν ανάψει οι Τουρκαλάδες, και η αντανάκλαση της πυρκαγιάς και της καταστροφής να το πότισαν το καημένο…» σκέφτεται και βλέπει σαν κινηματογραφική ταινία μπροστά του, τον θείο του, τον Αλέξανδρο, να πνίγεται μέσα στις φλόγες, συντρίμια, κραυγές και οιμωγές παντού, έναν κόσμο ολάκερο να σβήνει, μέσα στις φωτιές που ανάβανε, άξεστοι και διψασμένοι για αίμα, σύγχρονοι Αγαρινοί…
Είδε τον πατέρα του, να κλείνει πίσω του την πόρτα για να κατέβει στον εμπορικό του οίκο και θυμήθηκε, που τον έστελνε στην Ευαγγελική Σχολή, αλλά εκείνος πού τον έχανες-πού τον έβρισκες, στη θάλασσα την έβγαζε. Σκληρή προπόνηση κάθε μέρα. Δεινός κολυμβητής. Οι αγώνες κολύμβησης, που τους διοργάνωνε κάθε χρόνο το Σωματείο του Πανιωνίου Σμύρνης, ήταν το μόνο που τον γέμιζαν. Κι όλη η πόλη είχε να μιλάει γι’ αυτόν, για την ομορφιά του, το αγαλμάτινο κορμί του και τα σκιρτήματα των κοριτσιών να απογειώνονται, κάθε που βούταγε στη θάλασσα… Όμως εκείνος, με κάθε απλωσιά του χεριού του, ένιωθε πως ερχόταν ένα ακόμη βήμα πιό κοντά στην μητέρα πατρίδα. Τον κυρίευε η κάψα του κάποια μέρα, να σκίσει τον ορίζοντα, μέχρι να φτάσει στην πατρογονική γη… Τότε δεν ήξερε ότι το όνομά του, κάποια μέρα θα όριζε τους ορίζοντες. αυτούς που τότε ήθελε να διασχίσει και ότι η τσιμινιέρα του, θα έκανε την Ελλάδα, γνωστή στα πέρατα της υφηλίου και θα μετέτρεπε τον ίδιο, στον απόλυτο εκφραστή του όρου «εφοπλιστής»…
Σφίγγει τη γροθιά του επάνω στον ώχρινο τοίχο λες και θέλει να μαζέψει σε μιά χούφτα, τις δεκαετίες που πέρασε μακριά του, τα χαμένα εφηβικά χρόνια, τα όνειρα που τα συνέθλιψαν μέσα τους τ’ αποκαΐδια του χρόνου… Σηκώνει το κεφάλι ασυναίσθητα, καθώς η γλυκιά αύρα, διατρέχει τα μαδέρια του ξύλινου μπαλκονιού, κάνοντάς τα να αντηχούν σαν μπουρού βαποριού. Το βλέμμα του πέφτει επάνω σε μία επιγραφή, γραμμένη με παχιά κόκκινη μπογιά, πρόχειρα και με ακανόνιστα γράμματα: «SATILIK» («ΠΩΛΕΙΤΑΙ»)…
«Το σπίτι μου, πουλιέται… Τίποτα δεν αφήσανε όρθιο οι μπουνταλάδες…» ψιθυρίζει και νιώθει τα μάτια του να θολώνουν.
Απ’ το βούρκωμα να’τανε… απ’ τον θυμό; Σφίγγει τα δόντια:
«Εγώ είμαι παλατάκι μου… ο Αρίστος σου! Σώπαινε… Σώπαινε και θα σε σώσω!». Φεύγει πρίν τα μάτια του τον προδώσουν…
Ρωτάει τριγύρω, να μάθει σε ποιόν ανήκει. Κάποιος του εξηγεί, ότι το οίκημα είχε χαρακτηριστεί ως «εγκαταλελειμμένο από τους Έλληνες» και συμφώνως της Συνθήκης της Λοζάννης το 1923, είχε παραχωρηθεί σε κάποιον Xασάν Kοτς. Κάποιος άλλος πάρακάτω, τον ρωτά, αν είναι Ρωμιός… Εκείνος μη μπορώντας να διαλέξει μέσα από τόσες απαντήσεις, αγριεύει:
«Από τούτη την γη κρατώ εγώ… Του λόγου σου, τί σχέση έχεις με το χώμα που πατάς;»
Έπεσε κάτω το βλέμμα του από ντροπής. Αρκέστηκε μόνο να τον πληροφορήσει, ότι το σπίτι κατοικείτο μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και ότι κάποιος ονόματι Eρντέν, απόγονος του Χασάν Κοτς, το έβγαλε στο σφυρί για κάτι παραπάνω από 18 εκατομμύρια δραχμές… Γύρισε την πλάτη και συνεχισε τον δρόμο του. Να ’κανε καλά άραγε, που αντί να μείνει στην παραλία να απολαύσει τις βόλτες του, εκείνος ανέβηκε ως εδώ; Να ’ταν λάθος του, που ξύπνησε την Λερναία Ύδρα των αναμνήσεων; Ούτε κι αυτός ξέρει…
Ένα χτύπημα στο καπάκι της βενζινάκατου, ήταν το σύνθημα για να πάρουν τα μπρός-πίσω, για την λευκή θαλαμηγό. Το ξημέρωμα θα τον βρεί να κάθεται αναπαυτικά στο σαλόνι του υπερπολυτελούς yacht του. Δίπλα σε ένα ποτήρι με ουίσκυ, ένα πούρο αφήνει διάχυτο το άρωμά του στον χώρο. Το βλέμμα του καρφωμένο πρός την μεριά της Σμύρνης, που κι εκείνη σαν κλασσική ανατολίτισσα, κείτεται ξαπλωμένη αναπαυτικά, ανάμεσα στην παραλία και τα χιλλιάδες φώτα της, λες κι έχει παραδωθεί στο απαλό νανούρισμα του Μπάτη…
Είχε περάσει αρκετή ώρα από την επίσκεψή του στα πάτρια, όμως στο μυαλό του, σαν καυτό καρφί, σφηνωμένη η ίδια σκέψη να τον βασανίζει: ήταν λογικό από μέρους του, που μετά από τόσες δεκαετίες, πήγε να ξαναπερπατήσει σ’ εκείνα τα μέρη που τον γέμισαν με θύμησες και νοσταλγία;
Ο καπνός από το πούρο, μοιάζει να είναι η μόνη ανέμελη συντροφιά του, καθώς παιχνιδίζει δημιουργώντας σκιές κι αλλόκοτα σχέδια. Κι απ’ το πικ-απ, η φωνή της Ρόζα Εσκενάζι, έρχεται να κάνει την επίμονη αναρώτησή του, να μοιάζει σαν μαχαίρι που το γυρνάει ο ίδιος βαθιά μεσ’ την πληγή:
«Στο ’πα και στο ξαναλέω: στον γυαλό μην κατεβείς…».
Δεν ξέρει πια ούτε κι ο ίδιος, πού βρίσκεται…
Ούτε καν από πού είναι…
Όπως και η Ρόζα…
Σεφαρδίτισα ήτανε; Τουρκάλα ήταν; Εβραία; Για Ρωμιά;
«Σμυρνιά είμαι μπρε Αρίστο!» σαν να ακούστηκε μιά φωνή από τα βάθη της ακτής… «Τ’ ακούς; ΣΜΥΡΝΙΑ, με κεφαλαία γράμματα, όπως κι εσύ μάτια μου! Όπως κι εσύ…».
«Θα με θυμάται κανείς άραγε, 120 χρόνια μετά;» σκέφτεται…
(Εμείς πάντως, δεν σε ξεχάσαμε, αιώνιε Αρίστο…).