“Την αλήθεια κι ας πονάει…”
ΔΑΣΚΑΛΟΣ. Ναί, έτσι… με κεφαλαία.
Από αυτούς που ΔΕΝ βγάζει πια η πιάτσα.
Γιατί υπηρέτησε την δημοσιογραφία ως αυτό που πραγματικά είναι: ως ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΜΑ.
Γιατί υπηρέτησε την δημοσιογραφία ως αυτό που πραγματικά είναι: ως ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΜΑ.
Τον συνάντησα για πρώτη φορά, σε μιά πολύ κρίσιμη στιγμή, στα πρώτα βήματα της “καριέρας” μου (έτσι, εντός εισαγωγικών… είναι το λιγότερο που μπορεί να κάνει κανείς, όταν μιλάει έχοντας ως σημείο αναφοράς τον Χρήστο Πασαλάρη που πήγε τον όρο αυτόν πολύ παρακάτω).
Του απευθύνθηκα σε μιά πολύ δύσκολη επαγγελματική φάση. Μιά φάση που είχα αρχίσει να αμφιβάλω ακόμα και για την ικανότητά μου, να διακρίνω το αυτονόητο. Εκείνος δεκτικός, απλός και ανοικτός. Του εξήγησα την κατάσταση. Με άκουσε με πατρική στοργή κι ας μην με γνώριζε καν.
“Μου είπες πριν λίγο, ότι με ‘γνώρισες’ μέσα από εκείνο το βιβλίο που είχα γράψει έτσι;”
“Μου είπες πριν λίγο, ότι με ‘γνώρισες’ μέσα από εκείνο το βιβλίο που είχα γράψει έτσι;”
“Ναί, έτσι έχουν τα πράγματα κύριε Πασαλάρη…”
“Η ζωή είναι γεμάτη σταυροδρόμια, νεαρέ. Πιο πολλές φορές στη δημοσιογραφία θα βρεθείς αντιμέτωπος με αυτά, παρά στην ζωή σου. Γι’ αυτό όταν δεν ξέρεις τί πρέπει να ακολουθήσεις, το χρέος ή το όφελος, να κάνεις την επιλογή σου με την βάση ένα και μόνο κριτήριο: την αλήθεια και όχι την αληθοφάνεια“.
Έβαλε το χέρι του στον ώμο μου και κοιτάζοντάς με βαθιά μες τα μάτια, μου είπε με έναν… συνωμοτικό τόνο στη φωνή: “ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΙ ΑΣ ΠΟΝΑΕΙ! Την αλήθεια παιδί μου, τίποτε λιγότερο τίποτε περισσότερο“.
Έφυγα νιώθοντας ανακουφισμένος. Ακολούθησα την συμβουλή του και απελευθερώθηκα από ένα μεγάλο ψυχικό βάρος. Έκανα το καθήκον μου απέναντι στην είδηση και όχι απέναντι στο αφεντικό μου, που μου ζητούσε να κατασκευάσω το ανύπαρκτο, μέσα από το ψέμμα και την εξαπάτηση. Έκανα το χρέος μου απέναντι στην είδηση, αφήνοντας το πρόσκαιρο του οφέλους στην άκρη. Το πλήρωσα βέβαια, με την απώλεια της θέσης μου, σ’ εκείνο το κανάλι. Μπορούσα όμως να κοιτάζω τους πάντες εντός (αλλά και εκτός εκείνου του Μέσου) ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ. Δεν χάθηκα. Οι άλλοι όμως που έφτασαν “ψηλά”(;), χάθηκαν μέσα στους λαβίρυνθους της λήθης, σαν τον “Στρατηγό που δεν είχε κανέναν να του γράψει”…
Έβαλε το χέρι του στον ώμο μου και κοιτάζοντάς με βαθιά μες τα μάτια, μου είπε με έναν… συνωμοτικό τόνο στη φωνή: “ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΙ ΑΣ ΠΟΝΑΕΙ! Την αλήθεια παιδί μου, τίποτε λιγότερο τίποτε περισσότερο“.
Έφυγα νιώθοντας ανακουφισμένος. Ακολούθησα την συμβουλή του και απελευθερώθηκα από ένα μεγάλο ψυχικό βάρος. Έκανα το καθήκον μου απέναντι στην είδηση και όχι απέναντι στο αφεντικό μου, που μου ζητούσε να κατασκευάσω το ανύπαρκτο, μέσα από το ψέμμα και την εξαπάτηση. Έκανα το χρέος μου απέναντι στην είδηση, αφήνοντας το πρόσκαιρο του οφέλους στην άκρη. Το πλήρωσα βέβαια, με την απώλεια της θέσης μου, σ’ εκείνο το κανάλι. Μπορούσα όμως να κοιτάζω τους πάντες εντός (αλλά και εκτός εκείνου του Μέσου) ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ. Δεν χάθηκα. Οι άλλοι όμως που έφτασαν “ψηλά”(;), χάθηκαν μέσα στους λαβίρυνθους της λήθης, σαν τον “Στρατηγό που δεν είχε κανέναν να του γράψει”…
Έκτοτε, στα σταυροδρόμια που βρέθηκα στη δημοσιογραφία, δεν είχα πλέον τον παραμικρό δισταγμό ως προς τί στάση έπρεπε να κρατήσω. Μα, αν ευλογώ σήμερα ΤΟΝ Δάσκαλο, είναι γιατί ξανάδωσε πνοή στην συνείδηση που αγωνιζόταν να κρατηθεί ζωντανή μέσα μου. Με ένα ηλεκτροσόκ απλότητας, μου θύμισε, ότι όπως προσπαθείς να βαδίζεις στη ζωή με τη συνείδησή σου καθαρή, το ίδιο πρέπει να κάνεις και στο επάγγελμά σου. Το τίμημα συνήθως είναι βαρύ. Το όφελος όμως, είναι ασύλληπτα πιό ισχυρό από το κτύπημα.
Κύριε Χρήστο, σε ευχαριστώ που με δίδαξες πώς είμαι πλούσιος και πως μπορώ να παραμείνω πλούσιος, χωρίς να λερωθώ με χρήμα που δεν το αξίζω, με βόλεμα, με κενές τιμές, με εφήμερα κέρδη που δεν μου πρέπουνε.
Κύριε Χρήστο, σε ευχαριστώ που με δίδαξες πώς είμαι πλούσιος και πως μπορώ να παραμείνω πλούσιος, χωρίς να λερωθώ με χρήμα που δεν το αξίζω, με βόλεμα, με κενές τιμές, με εφήμερα κέρδη που δεν μου πρέπουνε.
Καλό να περνάς εκεί στα ψηλά πάντοτε, ΔΑΣΚΑΛΕ.