Βέλγιο: επιθετικοί – πρωταγωνιστές, αλλά αμυντικοί της σειράς | Sons Of Football
Και οι δύο ομάδες κατηύθυναν τις τύχες του παιχνιδιού στην επιτυχία των επιθέσεων τους. Τόσο οι Βέλγοι, όσο και οι επιτυχημένοι Ιταλοί εκμεταλλεύονταν κάθε ευκαιρία για κτίσιμο μίας τελικής φάσης, να βρουν δηλαδή όσο πιο γρήγορα γίνεται το γκολ. Στη περίπτωση όμως των Βέλγων, όση ποιότητα κι αν διέθεταν τα κλασικά τους αστέρια, άλλη τόση έλειπε από την τριάδα αμυντικών που καλούνταν να αναλάβουν τους κάθετους συνδυασμούς των φουριόζων Ιταλών.
Οι Βέλγοι είχαν υπέρ τους και τις υπηρεσίες του Ντε Μπρόινε, ο οποίος – παρά τον τραυματισμό του – στο πρώτο ημίχρονο κινήθηκε επικίνδυνα αρκετές φορές προς την εστία του Ντοναρούμα. Οι κούρσες του και ο εύκολος ελιγμός του ανάμεσα σε κορμιά και διπλά μαρκαρίσματα, πρόσφεραν εναλλακτικές ιδέες στην ανάπτυξη, εκεί που θα έπρεπε έπειτα να αναλάβει δουλειά ο Λουκάκου. Ο φορ της Ίντερ μόχθησε κι εκείνος από την πλευρά του, ενώ σε ορισμένες φάσεις ήταν για ελάχιστα εκατοστά μακριά από το γκολ της ισοφάρισης. Αν συμπεριλάβουμε και τον εκρηκτικό επίσης Ντοκού, οι υπόλοιπες μονάδες του προπονητή Μαρτίνεζ δεν πλησίασαν σε θετική απόδοση και στα υψηλά στάνταρ σε μία «μάχη» με την πιο σταθερή ομάδα του τουρνουά, την Ιταλία.
Παρά την επιλογή τριών σέντερ μπακ, τα οποία θεωρητικά φέρνουν μαζί τους μπόλικη εμπειρία, δεν λειτούργησε ως πλεονέκτημα στις αρκετές συνεργασίες των Ιταλών από τον άξονα. Οι πανύψηλοι αμυντικοί και η δυσκολία να αντέξουν σε ρυθμούς αντίστοιχους, όπως του Ινσίγνιε και Μπαρέλα, τους εξέθεσε σε μεγάλο βαθμό, βάζοντας μας ερωτήματα κατά πόσο οι συγκεκριμένοι τρεις που αγωνίζονταν στη Πρέμιερ Λιγκ, κατόρθωσαν στη καριέρα τους να γίνουν πρώτης κλάσης παίκτες σε συλλογικό επίπεδο.
Εάν συγκρίνουμε την ποιότητα των μπροστινών γραμμών με την άμυνα σε βάθος χρόνου και κατά την αξιολόγηση αυτής της ενδιαφέρουσας φουρνιάς, καταλήγουμε πως ουδέποτε οι περιπτώσεις όπως του Βερτόνχεν ή Βερμάελεν, υπήρξαν επιλογές για το ανώτατο σκαλί. Για έναν σύλλογο που υποθετικά στοχεύει σε κατάκτηση τίτλων. Οι δύο της τριάδας συνυπήρξαν χρόνια στη μεγαλο-μεσαία Τότεναμ, ενώ ο τρίτος της παρέας για μια τριετία τουλάχιστον στη Μπάρτσα αλλά δίχως επιτυχία και με συνεχείς τραυματισμούς.
Την ίδια ώρα δηλαδή που ολόκληρος ο κόσμος στήριζε τις ελπίδες του στα επιθετικά «ατού» του Βελγίου, η επιχείρηση πλάνου με τα τρία σέντερ μπακ και τα ανεβάσματα των ακραίων δεν λειτουργούσε σε κανένα απολύτως βαθμό. Και εκεί που οι Βέλγοι πίεζαν και απειλούσαν ανά διαστήματα τους Ιταλούς, οι δεύτεροι τους έβρισκαν εκτεθειμένους στον ανοιχτό χώρο. Συνεπώς, η αδιαμφισβήτητη ποιότητα των επιθετικών Βέλγων δεν κάλυπτε και τις αδυναμίες των αργόστροφων κορμιών της άμυνας.
Ο Ινσίγνιε λόγου χάρη, ήταν απλησίαστος αγωνιστικά όταν άρχισε να προσαρμόζεται στα μεγάλα κενά που άφηναν οι Βέλγοι. Οι κινήσεις του γινόντουσαν με όλο και λιγότερη επίβλεψη και με αρκετό χρόνο να πάρει ο ίδιος αποφάσεις και ξαφνικές αλλαγές κατεύθυνσης. Η άνεση του αποτυπώθηκε τόσο στο πανέμορφο γκολ, όσο και σε πάσες – κλειδιά που ο ίδιος δημιούργησε. Μάλιστα πριν το γκολ είχε ήδη προειδοποιήσει με την συνηθισμένη του κίνηση να συγκλίνει για να βρει το ιδανικό οπτικό πεδίο.
Οι Βέλγοι ομολογουμένως ήταν μια ομάδα με αρκετή εξάρτηση από τα κέφια των πρωταγωνιστών τους επιθετικών. Όποτε αυτοί έφερναν τη διαφορά με προσωπικές ενέργειες, το αποτέλεσμα διαμορφωνόταν αναλόγως υπέρ τους σε όλη τη διάρκεια του τουρνουά. Η άμυνα υπήρξε μια λογική σκέψη από πλευράς Μαρτίνεζ. Μόνο που οι τωρινοί αμυντικοί και στην αντίστοιχη κατάσταση που δείχνουν, θα ήταν δύσκολα να την διατηρήσουν μακριά από κινδύνους.